ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΓΛΑΤΟΡΑ ΚΑΙ ΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΑΠΟ ΚΕΙ.. Subcomandante Galeano

2021-02-25

Όσοι βρεθήκαμε στη συνέλευση, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το κεντρικό δοκάρι της καλύβας, θεωρώντας πως μάλλον θα παρέμενε σταθερό και ακέραιο. Δευτερολογώντας σκεφτήκαμε «Και αν όχι?» Αποφασίσαμε λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να πάρουμε θέση κοντά στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε ανά πάσα στιγμή.

«Αν το δοκάρι τρίζει, είναι γιατί μάλλον πρόκειται να σπάσει», είπε εκείνος που είχε το λόγο τη δεδομένη στιγμή.

Λίγο πριν, μας προέτρεπε να φανταστούμε:

«Σκεφτείτε το σύστημα σαν ένα οικοδόμημα που έχει δημιουργηθεί για να επιβιώσει. Στη στέγη του σπιτιού όμως, έχει χτιστεί ένα τεράστιο και βαρύ δωμάτιο όπου άντρες και γυναίκες απολαμβάνουν τα πλούτη τους».



Όσοι βρεθήκαμε στη συνέλευση, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το κεντρικό δοκάρι της καλύβας, θεωρώντας πως μάλλον θα παρέμενε σταθερό και ακέραιο. Δευτερολογώντας σκεφτήκαμε «Και αν όχι?» Αποφασίσαμε λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να πάρουμε θέση κοντά στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε ανά πάσα στιγμή.

«Αν το δοκάρι τρίζει, είναι γιατί μάλλον πρόκειται να σπάσει», είπε εκείνος που είχε το λόγο τη δεδομένη στιγμή.

Λίγο πριν, μας προέτρεπε να φανταστούμε:

«Σκεφτείτε το σύστημα σαν ένα οικοδόμημα που έχει δημιουργηθεί για να επιβιώσει. Στη στέγη του σπιτιού όμως, έχει χτιστεί ένα τεράστιο και βαρύ δωμάτιο όπου άντρες και γυναίκες απολαμβάνουν τα πλούτη τους».

Δεν ήταν ανάγκη να το επισημάνει, παρόλα αυτά μας προειδοποίησε: το βάρος στο κεντρικό δοκάρι ήταν υπερβολικό. Το σπίτι δεν ήταν χτισμένο για να αντέξει μεγάλο φορτίο στο πάνω μέρος του, και αυτή η εξέδρα, όπου όλες και όλοι έριζαν διεκδικώντας την κεντρική καρέκλα ήταν υπερβολικά βαριά. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, ότι κάποια στιγμή το δοκάρι θα διαμαρτυρόταν.

«Τι κάνουμε;» ρώτησε, προσφεύγοντας στη συλλογική σκέψη.

Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τις διάφορες επιλογές: να ενισχύσουμε το δοκάρι; αν το ενισχύαμε με υποστυλώματα εδώ και κει, θα ανακουφιζόταν λίγο από το βάρος, αλλά θα περιοριζόταν ο χώρος και, ενίσχυση στην ενίσχυση, η κατάληξη θα ήταν το σπίτι να μετατραπεί σε ένα λαβύρινθο από στηρίγματα και μπαλώματα. Έτσι, θα ήταν πια ακατάλληλο για να κοιμηθούμε, να μαγειρέψουμε, να προστατευθούμε από τη βροχή και τον ήλιο, για να φιλοξενηθεί το αυτί και ο λόγος, η γιορτή και η ανάπαυση των σωμάτων.

Το σπίτι θα έπαυε πια να είναι σπίτι. Αντί, δηλαδή, για κατοικία, θα μετατρεπόταν σε κάτι, μοναδικός σκοπός του οποίου θα ήταν η υποστήριξη το επάνω ορόφου. Τότε, μοναδική επιδίωξη των ανθρώπων που θα ζούσαν εκεί θα ήταν να φροντίζουν να παραμένουν επάνω οι από πάνω. Στην αρχή, δουλεύοντας για να το επισκευάσουν και να το ενισχύσουν και, στη συνέχεια, μετατρέποντας το ίδιο τους το σώμα σε ένα ακόμα κομμάτι της κατασκευής.

Για να το πούμε με μια λέξη: παραλογισμός. Κατοικία ακατάλληλη για να ζει κανείς.


Όσοι βρεθήκαμε στη συνέλευση, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το κεντρικό δοκάρι της καλύβας, θεωρώντας πως μάλλον θα παρέμενε σταθερό και ακέραιο. Δευτερολογώντας σκεφτήκαμε «Και αν όχι?» Αποφασίσαμε λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να πάρουμε θέση κοντά στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε ανά πάσα στιγμή.

«Αν το δοκάρι τρίζει, είναι γιατί μάλλον πρόκειται να σπάσει», είπε εκείνος που είχε το λόγο τη δεδομένη στιγμή.

Λίγο πριν, μας προέτρεπε να φανταστούμε:

«Σκεφτείτε το σύστημα σαν ένα οικοδόμημα που έχει δημιουργηθεί για να επιβιώσει. Στη στέγη του σπιτιού όμως, έχει χτιστεί ένα τεράστιο και βαρύ δωμάτιο όπου άντρες και γυναίκες απολαμβάνουν τα πλούτη τους».

Δεν ήταν ανάγκη να το επισημάνει, παρόλα αυτά μας προειδοποίησε: το βάρος στο κεντρικό δοκάρι ήταν υπερβολικό. Το σπίτι δεν ήταν χτισμένο για να αντέξει μεγάλο φορτίο στο πάνω μέρος του, και αυτή η εξέδρα, όπου όλες και όλοι έριζαν διεκδικώντας την κεντρική καρέκλα ήταν υπερβολικά βαριά. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, ότι κάποια στιγμή το δοκάρι θα διαμαρτυρόταν.

«Τι κάνουμε;» ρώτησε, προσφεύγοντας στη συλλογική σκέψη.

Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τις διάφορες επιλογές: να ενισχύσουμε το δοκάρι; αν το ενισχύαμε με υποστυλώματα εδώ και κει, θα ανακουφιζόταν λίγο από το βάρος, αλλά θα περιοριζόταν ο χώρος και, ενίσχυση στην ενίσχυση, η κατάληξη θα ήταν το σπίτι να μετατραπεί σε ένα λαβύρινθο από στηρίγματα και μπαλώματα. Έτσι, θα ήταν πια ακατάλληλο για να κοιμηθούμε, να μαγειρέψουμε, να προστατευθούμε από τη βροχή και τον ήλιο, για να φιλοξενηθεί το αυτί και ο λόγος, η γιορτή και η ανάπαυση των σωμάτων.

Το σπίτι θα έπαυε πια να είναι σπίτι. Αντί, δηλαδή, για κατοικία, θα μετατρεπόταν σε κάτι, μοναδικός σκοπός του οποίου θα ήταν η υποστήριξη το επάνω ορόφου. Τότε, μοναδική επιδίωξη των ανθρώπων που θα ζούσαν εκεί θα ήταν να φροντίζουν να παραμένουν επάνω οι από πάνω. Στην αρχή, δουλεύοντας για να το επισκευάσουν και να το ενισχύσουν και, στη συνέχεια, μετατρέποντας το ίδιο τους το σώμα σε ένα ακόμα κομμάτι της κατασκευής.

Για να το πούμε με μια λέξη: παραλογισμός. Κατοικία ακατάλληλη για να ζει κανείς.

Το λογικό βέβαια θα ήταν εκείνοι που τη σχεδίασαν να είχαν προβλέψει να ενισχύσουν το κάτω μέρος προτού προσθέσουν επιπλέον βάρος στο επάνω. Αλλά όχι. Στη φρενίτιδα του άμεσου, συγκεντρώνονταν διαρκώς πράγματα, τα περισσότερα άχρηστη και πομπώδη. Κάποια στιγμή οι από πάνω ξέχασαν ότι στηρίζονταν από τους από κάτω. Και όχι μόνο. Έφτασαν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι οι από κάτω υπήρχαν χάρη στη συμπόνοια και την καλοσύνη των από πάνω. Πείστηκαν δηλαδή οι από πάνω, ότι ήταν αυτοί που στήριζαν τους από κάτω.

Ναι, οι από πάνω ήταν λιγότεροι, αλλά τα υπάρχοντά τους ήταν πολύ βαριά.

Αν είχαν σκεφτεί λογικά, για κάθε επιπλέον βάρος θα προσέθεταν από κάτω και μια ενίσχυση. Όμως όχι μόνο δεν έγινε κάτι τέτοιο, μα στη μανία τους να συσσωρεύουν επάνω ολοένα και περισσότερα πράγματα, ξήλωσαν ακόμα και το κεντρικό στήριγμα της κατασκευής.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, όλα τα δοκάρια και κυρίως το κεντρικό διαβρώθηκαν.

Ναι, γιατί οι διαχειριστές που είχαν αναλάβει τη συντήρηση του οικοδομήματος επιδίδονταν όχι μόνο στην κλοπή τμημάτων της κατασκευής, αλλά λυμαίνονταν και τα χρήματα ου προορίζονταν για τη συντήρηση των δοκαριών.

Αξίζει να αναφερθεί κανείς ειδικά σε εκείνα τα άτομα που αυτοαποκαλούνται «διαχειριστές του σπιτιού». Το βασικό πρόβλημα είναι το εξής: όχι μόνο διαχειρίζονται το ήδη υπάρχον, αλλά επιδίδονται και στην λεηλασία τμημάτων του σκελετού του κτιρίου. Και είναι κωμικοτραγική η μεταξύ τους διένεξη για το ποιος θα τεθεί επικεφαλής στη ληστεία. Έτσι, ανά διαστήματα, προσφεύγουν στους από κάτω, με την απαίτηση να τους μνημονεύουν, να τους χειροκροτούν, να τους ψηφίζουν. Επιδιώκουν με κολακείες και δώρα να εξαγοράσουν τη βούληση των από κάτω. Με χρήματα που ο από πάνω τους έχουν αρπάξει. Πλούσιοι πλέον, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αγορεύουν και να αρπάζουν κομμάτια από τους τοίχους, τα έπιπλα ακόμα και από το πάτωμα, ενώ παράλληλα φροντίζουν να επιβαρύνουν τη στέγη με όλο και μεγαλύτερο βάρος. Με δυο λόγια: βασική τους ασχολία είναι να αποδυναμώνουν το από κάτω και να ενισχύουν το από πάνω.

Συμπέρασμα: είναι πολύ πιθανό το σπίτι να καταρρεύσει. Κακό για τους από πάνω, χείριστο για τους από κάτω.


Όσοι βρεθήκαμε στη συνέλευση, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το κεντρικό δοκάρι της καλύβας, θεωρώντας πως μάλλον θα παρέμενε σταθερό και ακέραιο. Δευτερολογώντας σκεφτήκαμε «Και αν όχι?» Αποφασίσαμε λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να πάρουμε θέση κοντά στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε ανά πάσα στιγμή.

«Αν το δοκάρι τρίζει, είναι γιατί μάλλον πρόκειται να σπάσει», είπε εκείνος που είχε το λόγο τη δεδομένη στιγμή.

Λίγο πριν, μας προέτρεπε να φανταστούμε:

«Σκεφτείτε το σύστημα σαν ένα οικοδόμημα που έχει δημιουργηθεί για να επιβιώσει. Στη στέγη του σπιτιού όμως, έχει χτιστεί ένα τεράστιο και βαρύ δωμάτιο όπου άντρες και γυναίκες απολαμβάνουν τα πλούτη τους».

Δεν ήταν ανάγκη να το επισημάνει, παρόλα αυτά μας προειδοποίησε: το βάρος στο κεντρικό δοκάρι ήταν υπερβολικό. Το σπίτι δεν ήταν χτισμένο για να αντέξει μεγάλο φορτίο στο πάνω μέρος του, και αυτή η εξέδρα, όπου όλες και όλοι έριζαν διεκδικώντας την κεντρική καρέκλα ήταν υπερβολικά βαριά. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, ότι κάποια στιγμή το δοκάρι θα διαμαρτυρόταν.

«Τι κάνουμε;» ρώτησε, προσφεύγοντας στη συλλογική σκέψη.

Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τις διάφορες επιλογές: να ενισχύσουμε το δοκάρι; αν το ενισχύαμε με υποστυλώματα εδώ και κει, θα ανακουφιζόταν λίγο από το βάρος, αλλά θα περιοριζόταν ο χώρος και, ενίσχυση στην ενίσχυση, η κατάληξη θα ήταν το σπίτι να μετατραπεί σε ένα λαβύρινθο από στηρίγματα και μπαλώματα. Έτσι, θα ήταν πια ακατάλληλο για να κοιμηθούμε, να μαγειρέψουμε, να προστατευθούμε από τη βροχή και τον ήλιο, για να φιλοξενηθεί το αυτί και ο λόγος, η γιορτή και η ανάπαυση των σωμάτων.

Το σπίτι θα έπαυε πια να είναι σπίτι. Αντί, δηλαδή, για κατοικία, θα μετατρεπόταν σε κάτι, μοναδικός σκοπός του οποίου θα ήταν η υποστήριξη το επάνω ορόφου. Τότε, μοναδική επιδίωξη των ανθρώπων που θα ζούσαν εκεί θα ήταν να φροντίζουν να παραμένουν επάνω οι από πάνω. Στην αρχή, δουλεύοντας για να το επισκευάσουν και να το ενισχύσουν και, στη συνέχεια, μετατρέποντας το ίδιο τους το σώμα σε ένα ακόμα κομμάτι της κατασκευής.

Για να το πούμε με μια λέξη: παραλογισμός. Κατοικία ακατάλληλη για να ζει κανείς.

Για ποιο λόγο να συντηρείς ένα σπίτι που δεν είναι πια σπίτι;.

Η συλλογική σκέψη πέρασε από την αναζήτηση του τρόπου συντήρησης της καλύβας στην αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξης της.

Φυσικά, αυτό δεν έγινε αμέσως. Η μετάβαση ξεκίνησε όταν κάποιος ρώτησε: «Λοιπόν, τι σημαίνει όλη αυτή η ιστορία με το από πάνω; Γιατί βρίσκεται επάνω, για ποιον ακριβώς λόγο και ποια είναι η δουλειά τους;».

Ένας άλλος πρόσθεσε: «Και γιατί παρακαλώ βρίσκονται εκεί πάνω αυτοί που, ενώ λένε ότι είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του οικοδομήματος, είναι ολοφάνερο πως δεν κάνουν τίποτα;».

Και το επιστέγασμα: «Αφού λοιπόν είμαστε στη διαδικασία των ερωτημάτων, σε τι χρησιμεύει ένα τέτοιο σπίτι;».

«Αντί να προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να μη συνθλιβεί το κάτω από το πάνω, δε θα ήταν καλύτερα να αποφασίσουμε να φτιάξουμε ένα άλλο σπίτι; Γιατί, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά, πρέπει να δούμε πώς θα οργανωθούμε, πώς θα δουλέψουμε, πώς θα ζήσουμε».

Τη στιγμή εκείνη το δοκάρι έτριξε. Ο θόρυβος ήταν εξαιρετικά υπόκωφος, αλλά η σιωπή που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή ήταν τέτοια που μπορούσε να ακουστεί καθαρά.

Τότε, χωρίς να έχει καμία σχέση με το θέμα ή το ζήτημα που είχε προκύψει, κάποιος τόλμησε να πει...

«Νώε, η κιβωτός».


Όσοι βρεθήκαμε στη συνέλευση, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το κεντρικό δοκάρι της καλύβας, θεωρώντας πως μάλλον θα παρέμενε σταθερό και ακέραιο. Δευτερολογώντας σκεφτήκαμε «Και αν όχι?» Αποφασίσαμε λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να πάρουμε θέση κοντά στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε ανά πάσα στιγμή.

«Αν το δοκάρι τρίζει, είναι γιατί μάλλον πρόκειται να σπάσει», είπε εκείνος που είχε το λόγο τη δεδομένη στιγμή.

Λίγο πριν, μας προέτρεπε να φανταστούμε:

«Σκεφτείτε το σύστημα σαν ένα οικοδόμημα που έχει δημιουργηθεί για να επιβιώσει. Στη στέγη του σπιτιού όμως, έχει χτιστεί ένα τεράστιο και βαρύ δωμάτιο όπου άντρες και γυναίκες απολαμβάνουν τα πλούτη τους».

Δεν ήταν ανάγκη να το επισημάνει, παρόλα αυτά μας προειδοποίησε: το βάρος στο κεντρικό δοκάρι ήταν υπερβολικό. Το σπίτι δεν ήταν χτισμένο για να αντέξει μεγάλο φορτίο στο πάνω μέρος του, και αυτή η εξέδρα, όπου όλες και όλοι έριζαν διεκδικώντας την κεντρική καρέκλα ήταν υπερβολικά βαριά. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, ότι κάποια στιγμή το δοκάρι θα διαμαρτυρόταν.

«Τι κάνουμε;» ρώτησε, προσφεύγοντας στη συλλογική σκέψη.

Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τις διάφορες επιλογές: να ενισχύσουμε το δοκάρι; αν το ενισχύαμε με υποστυλώματα εδώ και κει, θα ανακουφιζόταν λίγο από το βάρος, αλλά θα περιοριζόταν ο χώρος και, ενίσχυση στην ενίσχυση, η κατάληξη θα ήταν το σπίτι να μετατραπεί σε ένα λαβύρινθο από στηρίγματα και μπαλώματα. Έτσι, θα ήταν πια ακατάλληλο για να κοιμηθούμε, να μαγειρέψουμε, να προστατευθούμε από τη βροχή και τον ήλιο, για να φιλοξενηθεί το αυτί και ο λόγος, η γιορτή και η ανάπαυση των σωμάτων.

Το σπίτι θα έπαυε πια να είναι σπίτι. Αντί, δηλαδή, για κατοικία, θα μετατρεπόταν σε κάτι, μοναδικός σκοπός του οποίου θα ήταν η υποστήριξη το επάνω ορόφου. Τότε, μοναδική επιδίωξη των ανθρώπων που θα ζούσαν εκεί θα ήταν να φροντίζουν να παραμένουν επάνω οι από πάνω. Στην αρχή, δουλεύοντας για να το επισκευάσουν και να το ενισχύσουν και, στη συνέχεια, μετατρέποντας το ίδιο τους το σώμα σε ένα ακόμα κομμάτι της κατασκευής.

Για να το πούμε με μια λέξη: παραλογισμός. Κατοικία ακατάλληλη για να ζει κανείς.

Η ιστορία που υπάρχει τόσο στη βίβλο όσο και στο κοράνι είναι απλή και γνωστή: Ο Νώε λαμβάνει μια θεία προειδοποίηση. Ο θεός, θυμωμένος από την ανθρωπότητα που δεν τηρούσε τις εντολές του, αποφάσισε να την τιμωρήσει. Ολόκληρη η γη θα καλυπτόταν από νερό και θα επιβίωναν μόνο όσοι είχαν την ικανότητα της πλοήγησης. Αφοσιώθηκε, λοιπόν τότε, ο Νώε στην κατασκευή ενός γιγάντιου καραβιού, μιας κιβωτού, στην οποία έβαλε τους δικούς του ανθρώπους, ένα ζευγάρι από κάθε είδος του ζωικού βασιλείου και φυτά. Η δυσπιστία τω συνανθρώπων του δεν κατάφερε να τον σταματήσει. Έρχεται λοιπόν ο κατακλυσμός, η υφήλιος πλημμυρίζει και ότι υπάρχει στην επιφάνειά της χάνεται. Σώζονται μόνο εκείνοι που βρίσκονται στην κιβωτό. Μετά από καιρό, ένα πουλί φέρνει ένα κλαδάκι, ένδειξη πως υπάρχει κάποιο μέρος στεγνό και εκεί δημιουργείται εκ νέου η ανθρωπότητα.

Χμ... η κιβωτός του Νώε.

Ας φανταστούμε τώρα τη διαμάχη που θα προκύψει σχετικά με αυτήν την ιστορία:

Έρχεται ο θρησκευτικός φονταμενταλιστής και λέει το εξής: «Πρόκειται σαφέστατα για μια απόδειξη της παντοδυναμίας του θεού. Εκείνος δημιούργησε τον κόσμο και εκείνος αντίστοιχα μπορεί να τον καταστρέψει όποτε θελήσεις. Πρόκειται όμως και για μια απόδειξη του ελέους του, αφού επιλέγει να επιβιώσουν κάποιοι λίγοι, οι εκλεκτοί. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να υμνούμε τον Κύριο για τη δύναμή του και να προσευχόμαστε για το έλεός του».

Έρχεται ο επιστήμονας και λέει το άλλο: «Είναι αδύνατη μια βροχόπτωση με αυτά τα χαρακτηριστικά. Η επιφάνεια της γης δεν μπορεί να καλυφθεί στο σύνολό της από βρόχινο νερό. Αυτό το παραμύθι δεν είναι παρά ένα καλό τέχνασμα για τις ταινίες του Χόλυγουντ».

'Έρχεται ο φιλόσοφος και ισχυρίζεται το παρακάτω: « Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αλληγορία η οποία τονίζει την ευθραυστότητα του ίδιου του είναι και το εφήμερο της ύπαρξής αυτού».

Η γυναίκα Ζαπατίστα, ο άντρας Ζαπατίστα ακούει αλλά η στάση και η θέση τους δεν ικανοποιείται από κανένα εκ των παραπάνω. Σκέφτεται, ξανασκέφτεται και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Αυτό που μας λέει η ιστορία αυτή είναι πως αν βλέπεις σημάδια πως κάτι κακό πρόκειται να συμβεί, καλό θα ήταν να προετοιμάζεσαι».

Δεν χρειάζεται να ξέρεις από θρησκεία, επιστήμη ή φιλοσοφία, είναι κοινή λογική.

Κάποιος τότε είπε: «Οι κοινότητες έτσι κι αλλιώς είμαστε προετοιμασμένες, αλλά πρέπει να ειδοποιήσουμε και την Έκτη**».


Όσοι βρεθήκαμε στη συνέλευση, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το κεντρικό δοκάρι της καλύβας, θεωρώντας πως μάλλον θα παρέμενε σταθερό και ακέραιο. Δευτερολογώντας σκεφτήκαμε «Και αν όχι?» Αποφασίσαμε λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να πάρουμε θέση κοντά στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε ανά πάσα στιγμή.

«Αν το δοκάρι τρίζει, είναι γιατί μάλλον πρόκειται να σπάσει», είπε εκείνος που είχε το λόγο τη δεδομένη στιγμή.

Λίγο πριν, μας προέτρεπε να φανταστούμε:

«Σκεφτείτε το σύστημα σαν ένα οικοδόμημα που έχει δημιουργηθεί για να επιβιώσει. Στη στέγη του σπιτιού όμως, έχει χτιστεί ένα τεράστιο και βαρύ δωμάτιο όπου άντρες και γυναίκες απολαμβάνουν τα πλούτη τους».

Δεν ήταν ανάγκη να το επισημάνει, παρόλα αυτά μας προειδοποίησε: το βάρος στο κεντρικό δοκάρι ήταν υπερβολικό. Το σπίτι δεν ήταν χτισμένο για να αντέξει μεγάλο φορτίο στο πάνω μέρος του, και αυτή η εξέδρα, όπου όλες και όλοι έριζαν διεκδικώντας την κεντρική καρέκλα ήταν υπερβολικά βαριά. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, ότι κάποια στιγμή το δοκάρι θα διαμαρτυρόταν.

«Τι κάνουμε;» ρώτησε, προσφεύγοντας στη συλλογική σκέψη.

Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τις διάφορες επιλογές: να ενισχύσουμε το δοκάρι; αν το ενισχύαμε με υποστυλώματα εδώ και κει, θα ανακουφιζόταν λίγο από το βάρος, αλλά θα περιοριζόταν ο χώρος και, ενίσχυση στην ενίσχυση, η κατάληξη θα ήταν το σπίτι να μετατραπεί σε ένα λαβύρινθο από στηρίγματα και μπαλώματα. Έτσι, θα ήταν πια ακατάλληλο για να κοιμηθούμε, να μαγειρέψουμε, να προστατευθούμε από τη βροχή και τον ήλιο, για να φιλοξενηθεί το αυτί και ο λόγος, η γιορτή και η ανάπαυση των σωμάτων.

Το σπίτι θα έπαυε πια να είναι σπίτι. Αντί, δηλαδή, για κατοικία, θα μετατρεπόταν σε κάτι, μοναδικός σκοπός του οποίου θα ήταν η υποστήριξη το επάνω ορόφου. Τότε, μοναδική επιδίωξη των ανθρώπων που θα ζούσαν εκεί θα ήταν να φροντίζουν να παραμένουν επάνω οι από πάνω. Στην αρχή, δουλεύοντας για να το επισκευάσουν και να το ενισχύσουν και, στη συνέχεια, μετατρέποντας το ίδιο τους το σώμα σε ένα ακόμα κομμάτι της κατασκευής.

Για να το πούμε με μια λέξη: παραλογισμός. Κατοικία ακατάλληλη για να ζει κανείς.

«Συμφωνούμε» ακούστηκε εν χορώ. Όμως μια άλλη φωνή παρατηρούσε: «Θα πρέπει προηγουμένως να το επιβεβαιώσουμε. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε μακριά. Ίσως από κάποιο ψηλότερο σημείο να δούμε πώς τα πράγματα τελικά δεν είναι έτσι. Ότι δεν είναι τόσο σοβαρά... ή ότι αντιθέτως είναι πιο σοβαρά από όσο νομίζουμε».

Γι' αυτό, δεν μπορεί, υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει να σκαρφαλώσουμε μέσα από τα κλαδιά της ceiba* ως το ψηλότερο σημείο, εκεί όπου τα φύλλα και τα σύννεφα παραβγαίνουν στα παιχνίδια τους με τον άνεμο.

Φυσικά, σφήνωσα ουκ ολίγες φορές. Ας πούμε ότι η πίπα και η μύτη δε βοηθούν και πολύ όταν περπατάς ανάμεσα σε κλαδιά.

Ψηλά το κρύο ήταν πιο τσουχτερό. Τα σύννεφα επάνω είχαν τελικά παραιτηθεί και το Δρόμος του Santiago, τόσο ελικοειδής απ΄ άκρη σ' άκρη, σαν να επρόκειτο για μια επίμονη ρωγμή φωτός πάνω στο ερεβώδες τείχος της νύχτας. Και το πρώτο μου βλέμμα αναζητούσε τα πιο μακρινά φώτα, εκεί όπου το τροχιακό τηλεσκόπιο Hubble έκανε μια τετραπλή ανάλυση ενός σούπερ Νόβα. Έβγαλα τα κιάλια μου και σημείωσα στο τετράδιο τα εξής: χρειαζόμαστε ένα αντεστραμμένο περισκόπιο και βέβαια ένα καλό μικροσκόπιο.


Όσοι βρεθήκαμε στη συνέλευση, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το κεντρικό δοκάρι της καλύβας, θεωρώντας πως μάλλον θα παρέμενε σταθερό και ακέραιο. Δευτερολογώντας σκεφτήκαμε «Και αν όχι?» Αποφασίσαμε λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να πάρουμε θέση κοντά στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε ανά πάσα στιγμή.

«Αν το δοκάρι τρίζει, είναι γιατί μάλλον πρόκειται να σπάσει», είπε εκείνος που είχε το λόγο τη δεδομένη στιγμή.

Λίγο πριν, μας προέτρεπε να φανταστούμε:

«Σκεφτείτε το σύστημα σαν ένα οικοδόμημα που έχει δημιουργηθεί για να επιβιώσει. Στη στέγη του σπιτιού όμως, έχει χτιστεί ένα τεράστιο και βαρύ δωμάτιο όπου άντρες και γυναίκες απολαμβάνουν τα πλούτη τους».

Δεν ήταν ανάγκη να το επισημάνει, παρόλα αυτά μας προειδοποίησε: το βάρος στο κεντρικό δοκάρι ήταν υπερβολικό. Το σπίτι δεν ήταν χτισμένο για να αντέξει μεγάλο φορτίο στο πάνω μέρος του, και αυτή η εξέδρα, όπου όλες και όλοι έριζαν διεκδικώντας την κεντρική καρέκλα ήταν υπερβολικά βαριά. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, ότι κάποια στιγμή το δοκάρι θα διαμαρτυρόταν.

«Τι κάνουμε;» ρώτησε, προσφεύγοντας στη συλλογική σκέψη.

Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τις διάφορες επιλογές: να ενισχύσουμε το δοκάρι; αν το ενισχύαμε με υποστυλώματα εδώ και κει, θα ανακουφιζόταν λίγο από το βάρος, αλλά θα περιοριζόταν ο χώρος και, ενίσχυση στην ενίσχυση, η κατάληξη θα ήταν το σπίτι να μετατραπεί σε ένα λαβύρινθο από στηρίγματα και μπαλώματα. Έτσι, θα ήταν πια ακατάλληλο για να κοιμηθούμε, να μαγειρέψουμε, να προστατευθούμε από τη βροχή και τον ήλιο, για να φιλοξενηθεί το αυτί και ο λόγος, η γιορτή και η ανάπαυση των σωμάτων.

Το σπίτι θα έπαυε πια να είναι σπίτι. Αντί, δηλαδή, για κατοικία, θα μετατρεπόταν σε κάτι, μοναδικός σκοπός του οποίου θα ήταν η υποστήριξη το επάνω ορόφου. Τότε, μοναδική επιδίωξη των ανθρώπων που θα ζούσαν εκεί θα ήταν να φροντίζουν να παραμένουν επάνω οι από πάνω. Στην αρχή, δουλεύοντας για να το επισκευάσουν και να το ενισχύσουν και, στη συνέχεια, μετατρέποντας το ίδιο τους το σώμα σε ένα ακόμα κομμάτι της κατασκευής.

Για να το πούμε με μια λέξη: παραλογισμός. Κατοικία ακατάλληλη για να ζει κανείς.

«Συμφωνούμε» ακούστηκε εν χορώ. Όμως μια άλλη φωνή παρατηρούσε: «Θα πρέπει προηγουμένως να το επιβεβαιώσουμε. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε μακριά. Ίσως από κάποιο ψηλότερο σημείο να δούμε πώς τα πράγματα τελικά δεν είναι έτσι. Ότι δεν είναι τόσο σοβαρά... ή ότι αντιθέτως είναι πιο σοβαρά από όσο νομίζουμε».

Γι' αυτό, δεν μπορεί, υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει να σκαρφαλώσουμε μέσα από τα κλαδιά της ceiba* ως το ψηλότερο σημείο, εκεί όπου τα φύλλα και τα σύννεφα παραβγαίνουν στα παιχνίδια τους με τον άνεμο.

Φυσικά, σφήνωσα ουκ ολίγες φορές. Ας πούμε ότι η πίπα και η μύτη δε βοηθούν και πολύ όταν περπατάς ανάμεσα σε κλαδιά.

Ψηλά το κρύο ήταν πιο τσουχτερό. Τα σύννεφα επάνω είχαν τελικά παραιτηθεί και το Δρόμος του Santiago, τόσο ελικοειδής απ΄ άκρη σ' άκρη, σαν να επρόκειτο για μια επίμονη ρωγμή φωτός πάνω στο ερεβώδες τείχος της νύχτας. Και το πρώτο μου βλέμμα αναζητούσε τα πιο μακρινά φώτα, εκεί όπου το τροχιακό τηλεσκόπιο Hubble έκανε μια τετραπλή ανάλυση ενός σούπερ Νόβα. Έβγαλα τα κιάλια μου και σημείωσα στο τετράδιο τα εξής: χρειαζόμαστε ένα αντεστραμμένο περισκόπιο και βέβαια ένα καλό μικροσκόπιο.

Κατέβηκα με το γρηγορότερο δυνατό τρόπο, δηλαδή, έπεσα. Πονώντας ακόμα, επέστρεψα στην καλύβα, όπου οι διοικήτριες και οι διοικητές μου, συνέχιζαν αν συζητούν για το δοκάρι και την αντίσταση. Έδωσα την αναφορά. Κανείς δεν φάνηκε να εκπλήσσεται.

«Ήρθε η ώρα» είπαν «η καρδιά που είμαστε να ξεδιπλώσει το λόγο, να μιλήσει και να ακούσει. Και ας διαλέξουμε από τα λόγια τον καλύτερο σπόρο.

Έτσι γεννήθηκε η σκέψη του σπορείου***...

Μεξικό, 2015

...συνεχίζεται....



Όσοι βρεθήκαμε στη συνέλευση, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το κεντρικό δοκάρι της καλύβας, θεωρώντας πως μάλλον θα παρέμενε σταθερό και ακέραιο. Δευτερολογώντας σκεφτήκαμε «Και αν όχι?» Αποφασίσαμε λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο να πάρουμε θέση κοντά στην πόρτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να βγούμε ανά πάσα στιγμή.

«Αν το δοκάρι τρίζει, είναι γιατί μάλλον πρόκειται να σπάσει», είπε εκείνος που είχε το λόγο τη δεδομένη στιγμή.

Λίγο πριν, μας προέτρεπε να φανταστούμε:

«Σκεφτείτε το σύστημα σαν ένα οικοδόμημα που έχει δημιουργηθεί για να επιβιώσει. Στη στέγη του σπιτιού όμως, έχει χτιστεί ένα τεράστιο και βαρύ δωμάτιο όπου άντρες και γυναίκες απολαμβάνουν τα πλούτη τους».

Δεν ήταν ανάγκη να το επισημάνει, παρόλα αυτά μας προειδοποίησε: το βάρος στο κεντρικό δοκάρι ήταν υπερβολικό. Το σπίτι δεν ήταν χτισμένο για να αντέξει μεγάλο φορτίο στο πάνω μέρος του, και αυτή η εξέδρα, όπου όλες και όλοι έριζαν διεκδικώντας την κεντρική καρέκλα ήταν υπερβολικά βαριά. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, ότι κάποια στιγμή το δοκάρι θα διαμαρτυρόταν.

«Τι κάνουμε;» ρώτησε, προσφεύγοντας στη συλλογική σκέψη.

Αρχίσαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε τις διάφορες επιλογές: να ενισχύσουμε το δοκάρι; αν το ενισχύαμε με υποστυλώματα εδώ και κει, θα ανακουφιζόταν λίγο από το βάρος, αλλά θα περιοριζόταν ο χώρος και, ενίσχυση στην ενίσχυση, η κατάληξη θα ήταν το σπίτι να μετατραπεί σε ένα λαβύρινθο από στηρίγματα και μπαλώματα. Έτσι, θα ήταν πια ακατάλληλο για να κοιμηθούμε, να μαγειρέψουμε, να προστατευθούμε από τη βροχή και τον ήλιο, για να φιλοξενηθεί το αυτί και ο λόγος, η γιορτή και η ανάπαυση των σωμάτων.

Το σπίτι θα έπαυε πια να είναι σπίτι. Αντί, δηλαδή, για κατοικία, θα μετατρεπόταν σε κάτι, μοναδικός σκοπός του οποίου θα ήταν η υποστήριξη το επάνω ορόφου. Τότε, μοναδική επιδίωξη των ανθρώπων που θα ζούσαν εκεί θα ήταν να φροντίζουν να παραμένουν επάνω οι από πάνω. Στην αρχή, δουλεύοντας για να το επισκευάσουν και να το ενισχύσουν και, στη συνέχεια, μετατρέποντας το ίδιο τους το σώμα σε ένα ακόμα κομμάτι της κατασκευής.

Για να το πούμε με μια λέξη: παραλογισμός. Κατοικία ακατάλληλη για να ζει κανείς.

«Συμφωνούμε» ακούστηκε εν χορώ. Όμως μια άλλη φωνή παρατηρούσε: «Θα πρέπει προηγουμένως να το επιβεβαιώσουμε. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε μακριά. Ίσως από κάποιο ψηλότερο σημείο να δούμε πώς τα πράγματα τελικά δεν είναι έτσι. Ότι δεν είναι τόσο σοβαρά... ή ότι αντιθέτως είναι πιο σοβαρά από όσο νομίζουμε».

Γι' αυτό, δεν μπορεί, υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει να σκαρφαλώσουμε μέσα από τα κλαδιά της ceiba* ως το ψηλότερο σημείο, εκεί όπου τα φύλλα και τα σύννεφα παραβγαίνουν στα παιχνίδια τους με τον άνεμο.

Φυσικά, σφήνωσα ουκ ολίγες φορές. Ας πούμε ότι η πίπα και η μύτη δε βοηθούν και πολύ όταν περπατάς ανάμεσα σε κλαδιά.

Ψηλά το κρύο ήταν πιο τσουχτερό. Τα σύννεφα επάνω είχαν τελικά παραιτηθεί και το Δρόμος του Santiago, τόσο ελικοειδής απ΄ άκρη σ' άκρη, σαν να επρόκειτο για μια επίμονη ρωγμή φωτός πάνω στο ερεβώδες τείχος της νύχτας. Και το πρώτο μου βλέμμα αναζητούσε τα πιο μακρινά φώτα, εκεί όπου το τροχιακό τηλεσκόπιο Hubble έκανε μια τετραπλή ανάλυση ενός σούπερ Νόβα. Έβγαλα τα κιάλια μου και σημείωσα στο τετράδιο τα εξής: χρειαζόμαστε ένα αντεστραμμένο περισκόπιο και βέβαια ένα καλό μικροσκόπιο.

Σημειώσεις:

*Ceiba (Σέιμπα): Ιερό δέντρο για πολλές ινδιάνικες φυλές της κεντρικής κυρίως Αμερικής.

** Έκτη: Αναφέρονται σε όσ@ς, διεθνώς, έχουν υπογράψει την Έκτη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα (2006)

***Αναφέρεται στο Σεμινάριο - Σπορείο «Η κριτική σκέψη απέναντι στην καπιταλιστική Λερναία Ύδρα» που οργανώθηκε από τον EZLN το Μάη του 2015 και πραγματοποιήθηκε στο Καρακόλ του Οβεντίκ και στο Πανεπιστήμιο της Γης (νυν Καρακόλ Jacinto Canek)

Μέρος από τον πρόλογο του βιβλίου «Η κριτική σκέψη απέναντι στην καπιταλιστική Λερναία Ύδρα Ι - Συμμετοχή της Επιτροπής Έκτη του EZLN». Η μετάφραση του βιβλίου είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς της Αυτοοργανωμένης Ελευθεριακής Συνέλευσης Paliacate Zapatista. Τα έσοδα από την πώληση θα διατεθούν για τη στήριξη του EZLN και των αυτόνομων ζαπατιστικών κοινοτήτων.

Τηλ. επικοινωνίας: 6943 059 220 - e-mail: paliacatezapatista@gmail.com




Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε