*Η ιστορία του αντάρτικου του EZLN με τα λόγια του Σουμπκομαντάντε Μάρκος

2021-02-15

Εμείς που πηγαίναμε να σώσουμε τις ιθαγενικές κοινότητες, σωθήκαμε από αυτές. Και βρήκαμε πορεία, προορισμό, δρόμο, συντροφικότητα και ταχύτητα για το βήμα μας. Αυτό που, τότε και τώρα, αποκαλούμε «η ταχύτητα του ονείρου μας».

Καλησπέρα. Το όνομά μου είναι Μάρκος. Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος...

...Πώς ξεκίνησαν όλα αυτά;

[...τόσα χρόνια πριν... το 1983..] έφτασε μια μικρή ομάδα ανθρώπων της πόλης, ή πολιτών όπως εμείς τους λέμε, όχι σε αυτό το μέρος της ζούγκλας, αλλά ακόμα πιο βαθιά, εκεί που τώρα είναι γνωστό ως προστατευόμενη οικολογική περιοχή των Μόντες Ασούλες. Σ' εκείνη την περιοχή δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο από άγρια ζώα με τέσσερα πόδια και άγρια ζώα με δυο πόδια που ήμασταν εμείς. Η αντίληψη αυτής της μικρής ομάδας τότε -μιλώ για το 1983-1984- ήταν η παραδοσιακή αντίληψη των απελευθερωτικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής: Μια μικρή ομάδα φωτισμένων ξεσηκώνεται ένοπλα ενάντια στην κυβέρνηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολύς κόσμος να τους ακολουθήσει, να ξεσηκωθεί, να ανατρέψει την κυβέρνηση και να εγκαταστήσει μια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Μιλάω πολύ σχηματικά, αλλά βασικά είναι αυτό που είναι γνωστό ως η θεωρία της «αντάρτικης εστίας».

Εκείνη η μικρή ομάδα, είχε αυτή την παραδοσιακή αντίληψη, κλασσική και ορθόδοξη, αν θέλετε να την ονομάσουμε έτσι, αλλά είχε επίσης ένα φορτίο ηθικής και ήθους που δεν είχε προηγούμενο σε άλλα αντάρτικα ή ένοπλα κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Αυτή η κληρονομιά ηθικής και ήθους προερχόταν από άλλους συντρόφους που είχαν ήδη πεθάνει, αντιμετωπίζοντας τον ομοσπονδιακό στρατό και τη μυστική αστυνομία της μεξικανικής κυβέρνησης.

Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, ήμασταν μόνοι. Δεν υπήρχαν σύντροφοι στις κοινότητες. Κανείς από την Ελλάδα δεν ήρθε να μας δει. Ούτε από την Ιταλία, ούτε από τη Γαλλία, ούτε από την Ισπανία, ούτε από τη Χώρα των Βάσκων. Ούτε κι από το Μεξικό! Γιατί αυτή ήταν η πλέον ξεχασμένη γωνιά αυτής της χώρας. Αυτό που ήταν ενάντια μας, αργότερα θα μετατρεπόταν σε πλεονέκτημα: το γεγονός ότι ήμασταν απομονωμένοι και ξεχασμένοι μας επέτρεψε τότε, να έχουμε μια διαδικασία εσωτερικού μετασχηματισμού. Όποιος είναι «ορθόδοξος» θα γνωρίζει το βιβλίο που μιλάει για το «το μετασχηματισμό του πιθήκου σε άνθρωπο». Τότε λοιπόν, έγινε το ανάποδο: ο άνθρωπος μετασχηματίσθηκε σε πίθηκο, και ήταν αυτό που ήμασταν εμείς. Συμπεριλαμβανομένου και του προσώπου. Εξ ου και η χρήση της πασαμοντάνιας . Είναι ζήτημα αισθητικής και καλού γούστου να καλύπτεις το πρόσωπο.

Αυτή η μικρή ομάδα επιβίωσε της πτώσης του τείχους του Βερολίνου, της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού μπλοκ, της παράδοσης των αντάρτικων της Κεντρικής Αμερικής - αρχικά του FMLN στο Σαλβαδόρ, στη συνέχεια εκείνου που κάποτε ονομαζόταν Μέτωπο των Σαντινίστας για την Εθνική Απελευθέρωση στη Νικαράγουα και αργότερα, της Επαναστατικής Ένωσης της Γουατεμάλα, του URNG .

Κατά την γνώμη μας δύο ήταν τα στοιχεία που βοήθησαν να επιζήσει: Το ένα, ήταν η ανοησία ή το πείσμα που, πιθανά, αυτοί οι άνθρωποι έφεραν στο DNA τους. Και το άλλο, ήταν το φορτίο ήθους και ηθικής που είχε κληρονομηθεί από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που είχαν δολοφονηθεί από το στρατό, σ' αυτά εδώ τα βουνά ακριβώς.

Τα πράγματα θα είχαν μείνει εδώ, με δυο επιλογές:

Μια μικρή ομάδα που περνά δεκαετίες κλεισμένη στα βουνά, αναμένοντας τη στιγμή που θα συμβεί κάτι και θα μπορέσει να δράσει μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα, ή να καταλήξει, όπως κάποιο κομμάτι της ριζοσπαστικής αριστεράς στο Μεξικό τότε: βουλευτές, γερουσιαστές ή νόμιμοι πρόεδροι της θεσμικής αριστεράς στο Μεξικό.

Συνέβη τότε κάτι που μας έσωσε. Μας έσωσε και μας νίκησε εκείνα τα πρώτα χρόνια. Και αυτό που συνέβη κάθεται εδώ στ' αριστερά μου: Είναι ο Εξεγερμένος Αντισυνταγματάρχης Μοϊσές, ο Διοικητής Μάτσο, ο Διοικητής Ισμαέλ και πολλοί άλλοι σύντροφοι που μεταμόρφωσαν τον EZLN, από ορθόδοξο αντάρτικο της «εναρκτήριας σπίθας», σε ένα στρατό ιθαγενών.

Δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι ήταν ένας στρατός στην πλειοψηφία του αποτελούμενος από ιθαγενείς. Καλύπτω αυτό το σημείο επειδή, στην πραγματικότητα, σε κάθε 100 μαχητές, οι 99 ήταν ιθαγενείς και ένας ήταν μιγάς. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ότι αυτό το αντάρτικο και η άποψή του υπέστησαν μια ήττα καθώς διαψεύστηκε ο πεφωτισμένος, αρχηγικός, κλασικός επαναστατικός σχεδιασμός, όπου ένας άνθρωπος ή μια ομάδα ανθρώπων μετατρέπεται σε σωτήρα της ανθρωπότητας ή της χώρας. Αυτό που συνέβη τότε, είναι ότι αυτός ο σχεδιασμός ηττήθηκε την ώρα που συναντηθήκαμε με τις κοινότητες και αντιληφθήκαμε ότι όχι μόνο δε μας καταλάβαιναν, αλλά και ότι η δική τους πρόταση ήταν καλύτερη.

Κάτι είχε συμβεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, τις προηγούμενες δεκαετίες, τους προηγούμενους αιώνες. Βρισκόμασταν μπροστά σε ένα κίνημα ζωής, που είχε καταφέρει να επιβιώσει από τους κατακτητικούς πολέμους της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, και όλων των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της ναζιστικής Γερμανίας στα 1940-1945. Αυτό που έκανε αυτούς τους ανθρώπους, τους συντρόφους και συντρόφισσές μας στην αρχή και διοικητές και διοικήτριές μας τώρα, να αντισταθούν, ήταν μια αφοσίωση στη ζωή που είχε να κάνει πολύ με το πολιτισμικό φορτίο: η γλώσσα, το λεξιλόγιο, ο τρόπος τους να σχετίζονται με τη φύση αντιπροσώπευε όχι μόνο μια εναλλακτική πρόταση ζωής αλλά και αγώνα.

Δεν μαθαίναμε σε κανέναν να αντιστέκεται. Μεταμορφωνόμασταν εμείς σε μαθητές ενός σχολείου αντίστασης πέντε αιώνων.

Αυτοί που πήγαιναν να σώσουν τις ιθαγενικές κοινότητες, σώθηκαν από αυτές. Και βρήκαμε πορεία, προορισμό, δρόμο, συντροφικότητα και ταχύτητα για το βήμα μας. Αυτό που, τότε και τώρα, αποκαλούμε «η ταχύτητα του ονείρου μας».

Ο EZLN οφείλει πολλά σε σας, σε ανθρώπους σαν εσάς, στο Μεξικό και σε όλο τον κόσμο. Όμως το θεμελιώδες χρέος μας είναι στην καρδιά μας: στην ιθαγενική καρδιά. Σε αυτή την κοινότητα και σε χιλιάδες κοινότητες όπως αυτή, που κατοικούνται από συντρόφους ζαπατίστας, βάσεις στήριξης του EZLN.

Όταν η μικρή αντάρτικη ομάδα ήρθε σε επαφή με τις κοινότητες, υπήρξε ένα πρόβλημα και μία αναμέτρηση: Εγώ έχω μια αλήθεια -εγώ, η αντάρτικη ομάδα- και εσύ είσαι ένας ανίδεος, πρόκειται να σε διδάξω, να σε προσηλυτίσω σε ένα δόγμα, να σε εκπαιδεύσω, να σε διαμορφώσω. Λάθος και ήττα.

Την ώρα που αρχίζει να κτίζεται η γέφυρα της γλώσσας και αρχίζουμε να μετασχηματίζουμε τον τρόπο που μιλούσαμε, αρχίζουμε να αλλάζουμε και τον τρόπο που σκεφτόμαστε για εμάς τους ίδιους, να αλλάζουμε τον τρόπο να σκεφτόμαστε τη θέση μας σε μια διαδικασία: αρχίζουμε να υπηρετούμε.

Από ένα κίνημα που προοριζόταν να υπηρετείται από τις μάζες, τους προλετάριους και τους φοιτητές, για να φτάσει στην εξουσία και να τους κατευθύνει στην ύψιστη ευτυχία, ο EZLN μετατράπηκε σε ένα στρατό που έπρεπε να υπηρετήσει τις κοινότητες. Στην προκειμένη περίπτωση, τις ιθαγενικές κοινότητες τσελτάλες, τις πρώτες που εγκατασταθήκαμε, σ' αυτήν εδώ την περιοχή.

Η επαφή με τις κοινότητες σήμανε μια διαδικασία επανεκπαίδευσης πιο σκληρής και πιο φοβερής από τα ηλεκτροσόκ που συνηθίζονται στις ψυχιατρικές κλινικές. Δεν το άντεξαν όλοι, κάποιοι ναι, το αντέξαμε, αν και συνεχίζουμε να παραπονιόμαστε ακόμα και τώρα που έχουμε φτάσει ως αυτό σημείο του παιχνιδιού.

Τι συνέβη μετά;

Αυτό που συνέβη είναι ότι ο EZLN μετατρέπεται σε ένα στρατό ιθαγενών, στην υπηρεσία των ιθαγενών. Και από έξι, που ξεκινήσαμε τον EZLN, φτάσαμε σε περισσότερους από έξι χιλιάδες μαχητές.

Τί είναι αυτό που πυροδότησε την εξέγερση την πρώτη Γενάρη του 94;

Γιατί αποφασίσαμε να εξεγερθούμε παίρνοντας τα όπλα; Η απάντηση βρίσκεται στα παιδιά. Δεν υπήρξε ανάλυση της διεθνούς συγκυρίας. Οποιοσδήποτε από σας θα συμφωνήσει μαζί μου ότι η διεθνής συγκυρία δεν ήταν κατάλληλη για μια ένοπλη εξέγερση. Το σοσιαλιστικό μπλοκ είχε καταρρεύσει, όλο το κίνημα της αριστεράς στη Λατινική Αμερική ήταν σε μία περίοδο αναδίπλωσης. Στο Μεξικό, η αριστερά θρηνούσε την ήττα αφού ο Σαλίνας δε Κορτάρι, όχι μόνο είχε διαπράξει νοθεία, αλλά είχε εξαγοράσει και ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που ήταν η κριτική συνείδηση της αριστεράς στο Μεξικό.

Οποιοσδήποτε με ελάχιστη λογική θα μας έλεγε: δεν υπάρχουν οι συνθήκες, μην παίρνετε τα όπλα, παραδώστε τα όπλα, μπείτε στο κόμμα μας κ.λπ. κ.λπ. Όμως υπήρχε κάτι μέσα μας που μας έκανε να αψηφήσουμε αυτές τις προγνώσεις και αυτές τις διεθνείς συνθήκες.

Είναι τότε που ο EZLN σχεδιάζει, για πρώτη φορά, να προκαλέσει το ημερολόγιο και τη γεωγραφία των από πάνω. Τα παιδιά, σας είπα. Εκείνα τα χρόνια, στις αρχές του 1990, έγινε μια μεταρρύθμιση που εμπόδιζε τους αγρότες να έχουν πρόσβαση στη γη (σ.τ.μ: αναφέρεται στην αλλαγή του άρθρου 27 του μεξικάνικου συντάγματος) Η γη, όπως θα δείτε αύριο, όταν ανεβείτε το λόφο που πηγαίνει προς την κοινότητα της Γκαλεάνα, τέτοια ήταν η γη που είχαν οι αγρότες: πλαγιές υπερυψωμένες, γεμάτες πέτρα. Η καλή γη ήταν στα χέρια των τσιφλικάδων. Τις επόμενες μέρες, θα πάτε να δείτε και αυτά τα τσιφλίκια και θα μπορέσετε να καταλάβετε τη διαφορά στην ποιότητα της γης.

Χάθηκε, λοιπόν, η δυνατότητα πρόσβασης σε ένα κομμάτι γης. Και την ίδια στιγμή οι αρρώστιες άρχισαν να αποτελειώνουν τα παιδιά. Από το 1990 μέχρι το 1992 δεν υπήρχε παιδί, στη ζούγκλα Λακαντόνα που να φτάνει στα πέντε χρόνια. Πέθαιναν πριν τα πέντε τους από αρρώστιες θεραπεύσιμες. Δεν ήταν καρκίνος, δεν ήταν AIDS, δεν ήταν παθήσεις της καρδιάς, ήταν παθήσεις ιάσιμες: τύφος, φυματίωση, και μερικές φορές ένας απλός πυρετός, που σκότωναν παιδιά μικρότερα των πέντε χρόνων.

Ξέρω ότι στην πόλη αυτό μπορεί να είναι και πλεονέκτημα: λιγότερα γαϊδούρια, λιγότερη ζωοτροφή λένε. Όμως στην περίπτωση ενός ιθαγενούς λαού, ο θάνατος των παιδιών του σημαίνει την εξαφάνισή του ως λαού. Δηλαδή, στη φυσική εξέλιξη, οι ενήλικες μεγαλώνουν, γερνάνε και πεθαίνουν. Εάν δεν υπάρχουν παιδιά, αυτός ο πολιτισμός χάνεται.

Η θνησιμότητα των ιθαγενών, των παιδιών ιθαγενών, όξυνε κι άλλο το πρόβλημα. Όμως η διαφορά με τους υπόλοιπους ιθαγενείς λαούς, είναι ότι εδώ υπήρχε ένας στρατός επαναστατικός, ένοπλος. Ήταν οι γυναίκες που άρχισαν να ωθούν σ' αυτό. Δεν ήταν οι άντρες.

Ξέρω, η παράδοση στο Μεξικό - οι μαριάτσις, ο Πέδρο Ινφάντε και όλα αυτά- είναι ότι οι άντρες είμαστε πολύ αρσενικοί. Όμως δεν έγινε έτσι. Αυτές που άρχισαν να ωθούν «πρέπει να γίνει κάτι», «όχι πια, και, «φτάνει πια», ήταν οι γυναίκες που έβλεπαν να πεθαίνουν οι γιοί τους και οι κόρες τους.

Άρχισε να φουντώνει ένας ψίθυρος σε όλες τις κοινότητες, σε όλες τις γλώσσες: πρέπει να γίνει κάτι, φτάνει πια, φτάνει πια.... Τότε, ήδη βρισκόμασταν και στην περιοχή των Υψιπέδων. Και εκεί είχαμε δύο συντρόφισσες που ήταν, και είναι ακόμα, η σπονδυλική στήλη σ' αυτή τη δουλειά: η αλησμόνητη Διοικήτρια Ραμόνα και η Διοικήτρια Σουζάνα.

Από διαφορετικές μεριές άρχισε να ξεπηδά αυτή η ανησυχία, αυτή η δυσαρέσκεια... Θα σας το πούμε με το όνομά του: αυτή η εξέγερση οφείλεται στις γυναίκες ζαπατίστας. Εμείς κάναμε αυτό που έπρεπε να κάνουμε τότε, που ήταν να ρωτήσουμε όλους τι θα κάνουμε. Υπήρξε, τότε, το 1992, μια διαβούλευση -χωρίς τηλεόραση, χωρίς την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, χωρίς τίποτα από αυτά που υπάρχουν τώρα-, πέρασε από κοινότητα σε κοινότητα και πραγματοποιήθηκαν συνελεύσεις. Εξετάστηκε το πρόβλημα. Το δίλημμα ήταν πολύ απλό: εάν παίρναμε τα όπλα θα μας κατατρόπωναν, θα προκαλούσαμε όμως την προσοχή και θα καλυτερεύαμε τις συνθήκες των ιθαγενών. Εάν δεν παίρναμε τα όπλα θα επιζούσαμε, αλλά θα εξαφανιζόμασταν ως ιθαγενείς λαοί. Η επιλογή του θανάτου είναι όταν είπαμε: δεν μας αφήνουν άλλη επιλογή. Τώρα, δεκατέσσερα, σχεδόν δεκαπέντε, χρόνια μετά, εμείς - οι πιο παλιοί εδώ- λέμε: τι καλά που δεν είχαμε άλλη επιλογή.

Οι κοινότητες είπαν: γι' αυτό βρίσκεσαι, πάλεψε, πάλεψε μαζί μας. Δεν επρόκειτο μόνο για μια τυπική σχέση, σχέση διοίκησης. Τυπικά ήταν το ανάποδο: τυπικά, ο EZLN ήταν η διοίκηση και οι κοινότητες υπό τις διαταγές του. Όμως στην πράξη, στην πραγματικότητα ήταν το αντίθετο: οι κοινότητες στήριζαν, φρόντιζαν και είχαν αναπτύξει τον EZLN.

Σε αυτό τότε, ήταν σπουδαία επίσης, η συμμετοχή ενός συντρόφου μιγά από την πόλη, του Εξεγερμένου Υποδιοικητή Πέδρο που έπεσε μαχόμενος την πρώτη του Γενάρη του 94.

Όταν φτάνουμε σε αυτό το δίλημμα και οι κοινότητες λένε «ξεσηκωνόμαστε ένοπλα», ο στρατιωτικός υπολογισμός που κάναμε - ο αντισυνταγματάρχης Μοϊσές ίσως το θυμάται καλά γιατί σ' αυτά τα βουνά που βρίσκονται πίσω από το χωριό, εκεί επάνω, στο στρατόπεδο που είχαμε, έγινε μια συνάντηση όλων των διοικητών ζαπατίστας- η ομιλία που εγώ τους έκανα ήταν αυτή: πρέπει να σκεφτούμε αυτό που θα κάνουμε, γιατί όταν αρχίσουμε να βαδίζουμε δεν θα μπορέσουμε πια να κάνουμε πίσω. Εάν αρχίσουμε να ρωτάμε τον κόσμο εάν θα πάρουμε τα όπλα η όχι, δεν θα μπορέσουμε πια να το συγκρατήσουμε. Γνωρίζαμε και διαισθανόμασταν ότι η απάντηση επρόκειτο να είναι «ναι». Και γνωρίζαμε και διαισθανόμασταν ότι αυτοί που επρόκειτο να πέσουν ήμασταν αυτοί που βρισκόμασταν συγκεντρωμένοι σ' αυτά τα βουνά, εδώ πάνω από τη Γκαρρούτσα.

Έγινε ό,τι έγινε. Δεν θα σας διηγηθώ την πρώτη Γενάρη του 94, που εσείς αρχίζετε να μας γνωρίζετε - καλά, κάποιοι, γιατί άλλοι σχεδόν ήταν πιτσιρικάδες. Έγινε ότι έγινε και ανοίγεται μία διαδρομή αντίστασης, λέμε εμείς, που περνά από τον ένοπλο αγώνα στην οργάνωση της ειρηνικής αντίστασης των πολιτών.

Κάτι συνέβη σε όλη αυτή τη διαδικασία, στο οποίο θέλω να στρέψω την προσοχή σας: είναι η αλλαγή της θέσης του EZLN σχετικά με το πρόβλημα της εξουσίας. Αυτή η προσέγγιση του προβλήματος της εξουσίας είναι που θα μας σημαδέψει με τον πιο βαθύ τρόπο και θα αφήσει βαθύ αποτύπωμα στο δρόμο των ζαπατίστας. Εμείς είχαμε αντιληφθεί - και στο εμείς που λέω, ήδη θα συμπεριλαμβάνονται οι κοινότητες, όχι μόνο η αρχική ομάδα - είχαμε αντιληφθεί ότι οι λύσεις, όπως όλα σ' αυτόν τον κόσμο, χτίζονται από κάτω προς τα πάνω. Όλη η προηγούμενή πρότασή μας, όλη η πρόταση της ορθόδοξης αριστεράς, μέχρι τότε ήταν: τα πράγματα για τους από κάτω λύνονται από τα πάνω.

Αυτή η αλλαγή από κάτω προς τα πάνω δεν σήμαινε για μας να οργανωθούμε ούτε να οργανώσουμε τον κόσμο για να πάει να ψηφίσει, να πάει σε μια πορεία, να φωνάξει, αλλά για να επιβιώσει και να μετατρέψει την αντίσταση σε ένα σχολείο. Αυτό ήταν που έκαναν οι σύντροφοι, όχι ο αρχικός EZLN, εκείνη η μικρή ομάδα, αλλά ο EZLN με αυτή την ιθαγενική σύνθεση πια. Αυτό που τώρα είναι γνωστό σε γενικές γραμμές ως οικοδόμηση της ζαπατίστικης αυτονομίας, είναι μια διαδικασία για την οποία θα σας μιλήσει με λεπτομέρειες ο Εξεγερμένος Αντισυνταγματάρχης Μοϊσές...

*Τα λόγια του Σουμπκομαντάντε Μάρκος απευθύνθηκαν τον Αύγουστο του 2008 στο καραβάνι 300 αλληλέγγυων από την Ευρώπη -ανάμεσά τους και 35 αλληλέγγυες από την Ελλάδα-