«Είμαστε σκιές μιας τρυφερής οργής» Ταυτότητες και εξέγερση στη ζαπατίστικη πολιτική. Του Σταύρου Σταυρίδη

2021-02-15

Οι χωρίς πρόσωπο

Οι πολιτικές πρακτικές των ζαπατίστας και ο λόγος τους γεννήθηκαν σε τόπο και χρόνο σημαδεμένο από τη συνάντηση τουλάχιστον δύο κόσμων.


Στην πολιτεία Τσιάπας του Μεξικού μια μικρή ομάδα μαρξιστών ανταρτών με λίγο πολύ τα χαρακτηριστικά και τη σκέψη των ένοπλων αντάρτικων της Λατινικής Αμερικής, βρέθηκε κοντά στις ιθαγενικές κοινότητες της περιοχής, κοινότητες φτιαγμένες κυρίως από εκείνους που εγκατέλειψαν τα χωριά τους διωγμένοι από τις διεφθαρμένες τοπικές αρχές (Gossen 1999:262, Le Bot, 1998:51-52). Οι αντάρτες γνώρισαν μια δομή κοινοτικής ζωής που πλησίαζε το όραμά τους για την δημοκρατία και την χειραφέτηση, έθετε όμως σε κρίση τις βεβαιότητές τους για την πρωτοπορία, την επανάσταση και τα κοινωνικά υποκείμενα. Οι μορφές συλλογικής αντίστασης των ιθαγενών, η αρχή της εσωτερικής οργάνωσης των κοινοτήτων στηριγμένη στο δόγμα «διοικούμε υπακούοντας», η αίσθηση του χρόνου που γεφυρώνει τεράστιες αποστάσεις ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον με ρυθμούς που μετρούν γενιές και όχι προσωπικές διαδρομές, όλα αυτά τροποποίησαν την σκέψη και τα πολιτικά σχέδια της ομάδας. Πάνω απ' όλα έμαθαν να ακούν, έμαθαν να περιμένουν, έμαθαν να σέβονται τις ιδιαιτερότητες των καταπιεσμένων και να διδάσκονται από την καθημερινότητα της αντίστασής τους. Οι ιθαγενείς πάλι, μπολιάστηκαν με ιδέες που αφορούσαν την προοπτική της ανθρώπινης χειραφέτησης σε παγκόσμια κλίμακα, και έμαθαν να κατανοούν τις δυνάμεις που πλάθουν τον κόσμο των κυρίαρχων.

Η εξέγερση των ζαπατίστας αποφασίστηκε από τις ίδιες τις κοινότητες. Όχι από έναν απελευθερωτικό στρατό που ενεργούσε στο όνομά τους, αλλά από έναν στρατό που στελέχωσαν και που αποτελούσε εγγύηση της άμυνάς τους. Το δικό τους «φτάνει πια» έκανε ο EZLN δράση με την δική τους εντολή και στο όνομα ενός κοινού σκοπού.

Τα χαρακτηριστικά της εξέγερσης συμπυκνώνουν την ιδιαιτερότητα της ζαπατίστικης πολιτικής. Πρόκειται για μια πολιτική που πλάθεται ρωτώντας, ρωτώντας εκείνους που την στηρίζουν και ουσιαστικά την παράγουν στις μεγάλες και στις μικρές στιγμές του αγώνα. Πρόκειται για μια πολιτική που, επειδή θέλει να πολεμήσει τούτη την άδικη κοινωνία με τρόπους που δεν θα της μοιάζουν, αρνείται να παρασυρθεί από τη λογική της βίας, της πειθαρχίας και της ιεραρχίας που χαρακτηρίζει κάθε ένοπλο σώμα και εγχείρημα. Διαρκώς τονίζοντας ότι κρατούν τα όπλα παρά τη θέλησή τους, καταστρέφουν κάθε προοπτική ο στρατός να γίνει το μέσο ή το υπόδειγμα της γέννησης μιας άλλης κοινωνίας. Ταυτόχρονα, επειδή η πολιτική τους δεν στηρίζεται στην ιδέα της πρωτοπορίας ή του παραδείγματος προς μίμηση, αντλεί τη δύναμή της από την καθημερινότητα της αντίστασης που συνοψίζεται στο αίτημα-στόχο της «αξιοπρέπειας», ατομικής και συλλογικής (Holloway 2005:61-88 και Marcos-EZLN 1996:322). Τούτα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής τους δεν πλάθουν μια φιγούρα ανθρώπου που υπερασπίζονται. Ίσως προσφέρουν τα γνωρίσματα ενός πεδίου όπου διαφορετικές φιγούρες μπορούν να αναδυθούν ως υποκειμενικότητες ενός νέου κόσμου.

Πώς όμως η εξέγερση των ζαπατίστας, στηριγμένη στις ιθαγενικές κοινότητες της Τσιάπας μπορεί να διαφοροποιείται από μια ιθαγενική εξέγερση, μια εξέγερση για τα δικαιώματα των ιθαγενών; Τα δικαιώματα των ιθαγενών λαών του Μεξικού ήταν πράγματι από την αρχή στο κέντρο των διεκδικήσεων τούτης της εξέγερσης. Η προοπτική της κατάργησης των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων συλλογικής ιδιοκτησίας της κοινοτικής γης (ejidos) στη λογική της επικύρωσης των συμφωνιών της NAFTA αποτέλεσε την θρυαλλίδα στην έκρηξη του «φτάνει πια». Όμως οι ζαπατίστας στην υπεράσπιση των ιθαγενών του Μεξικού υπερασπίζονταν τα δικαιώματα όλων των καταπιεσμένων. Και στην αγνοημένη, αποσιωπημένη και συχνά βιασμένη διαφορά των ιθαγενών είδαν το υπόδειγμα της κάθε διαφοράς (Lascano 2002:13) που οι κυρίαρχοι καταστρέφουν αν δεν υπηρετεί τους καθολικούς όρους της «κοινωνίας του χρήματος». Οι ιθαγενικές ιδιαιτερότητες, γλωσσικές, πολιτισμικές, ιστορικές, ιδιαιτερότητες πολιτικής κουλτούρας και αξιών, έγιναν έτσι όχι σημαία για την περιχάραξη ενός κλειστού σύμπαντος αλλά αναγκαίο συστατικό ενός πλούσιου κόσμου που ο καπιταλισμός καταστρέφει.

«Όλα τα εξεγερτικά κινήματα είναι κινήματα που αρνούνται την αφάνεια» λεει ο Holloway (Holloway 2002:156). Και τούτο τα γενικό χαρακτηριστικά τέτοιων κινημάτων ανέδειξαν οι ζαπατίστας στην υπεράσπιση αυτών των «χωρίς πρόσωπο», αυτών που για το κράτος του Μεξικού κυριολεκτικά δεν υπήρχαν, αθέατοι, καταδικασμένοι στην αφάνεια, καταδικασμένοι στην αδυναμία να εκφράζουν και να διεκδικούν αυτό που τους συγκροτεί και υπερβαίνει τις αξίες και τις προτεραιότητες της κοινωνίας που τους αρνείται. Οι «χωρίς πρόσωπο» ιθαγενείς είναι με μία έννοια οι κατεξοχήν χωρίς πρόσωπο καταπιεσμένοι. Μονάδες μόνο χωρίς χαρακτηριστικά, απαρτίζουν τα πλήθη που κάνουν τη μηχανή της κοινωνίας να κινείται, προσφέροντας τις δυνάμεις τους στους τόπους εργασίας αλλά και στα πεδία των μαχών εξίσου.

Λόγος και πράξη για την υπεράσπιση της ατομικής και συλλογικής διαφοράς λοιπόν. Ο Υποδιοικητής Μάρκος το συνόψισε παραδειγματικά σε ένα από τα πιο γνωστά υστερόγραφα των ανακοινωθέντων του EZLN: «Υστερόγραφο πλειοψηφικό μεταμφιεσμένο σε καταπιεσμένη μειοψηφία: Ο Μάρκος είναι gay στον Σαν Φραντσίσκο, μαύρος στη Νότια Αφρική, Ασιάτης στην Ευρώπη.., Παλαιστίνιος στο Ισραήλ, Ινδιάνος στους δρόμους του Σαν Κριστόμπαλ..., ροκάς στην πανεπιστημιούπολη, εβραίος στη Γερμανία..., καλλιτέχνης χωρίς γκαλερί ούτε πορτοφόλι, νοικοκυρά ένα Σάββατο βράδυ σε οποιονδήποτε οικισμό..., αγρότης χωρίς γη, περιθωριακός εκδότης, εργάτης στην ανεργία...Τελικά ο Μάρκος είναι ένα οποιοδήποτε ανθρώπινο ον αυτού του κόσμου, ο Μάρκος είναι όλες οι καταπιεσμένες μειοψηφίες που αντιστέκονται, που εκρήγνυνται και λενε: «Φτάνει πια!» Ό,τι είναι μειοψηφία, όταν χρειάζεται να μιλήσουμε, και πλειοψηφία, όταν χρειάζεται να σιωπήσουμε και να κρατήσουμε γερά. Όλοι οι αποκλεισμένοι που αναζητούν το λόγο τους, κάτι που να δίνει την πλειοψηφία στους αιωνίως διασπασμένους, εμάς» (Marcos-EZLN 1996:163-164).

Η σύγχρονη συζήτηση για την αξία της διαφοράς, για την αξία της μη αναγώγιμης σε έναν γενικό κανόνα ιδιαιτερότητας, τείνει να περιγράφει την κοινωνία ως ένα πολύπλοκο πεδίο διαφοροποιήσεων. Οι ζαπατίστας όμως δεν διαπιστώνουν μόνο τις διαφορές, αυτές που υπάρχουν και αυτές που συντρίβονται, ζητούν οι διαφορές να συναντηθούν. Γι' αυτό οι ιθαγενικές διεκδικήσεις δεν συνοψίστηκαν σε ένα σύνθημα του τύπου «εμπρός για το κράτος των σύγχρονων Μάγια» αλλά στο σύνθημα «Ποτέ πια ένα Μεξικό χωρίς εμάς» (κεντρικό σύνθημα και της μεγάλης πορείας προς την Πόλη του Μεξικού το Φλεβάρη του 2001). Πριν τους ζαπατίστας το ιθαγενικό αγροτικό κίνημα έδειχνε ότι θα μπορούσε να συγκροτηθεί απόλυτα ταυτισμένο με την υπεράσπιση μιας ενιαίας και διακριτής ιθαγενικής ταυτότητας. Ο Μάρκος περιγράφει την Ένωση Κοινοτικών Γαιών Κιπτίκ που γεννήθηκε το 1975 στο Συνέδριο των Ιθαγενών ως «φονταμενταλιστές» που ήθελαν να αρθρώσουν μια ιθαγενική ταυτότητα κλειστή στις εσωτερικές διαφορές και αντιμέτωπη με όλους τους άλλους (Le Bot 1998:319).

Η μετανεωτερική κριτική των μεγάλων αφηγήσεων δεν κονιορτοποιεί αναγκαστικά το συλλογικό όραμα μιας κοινωνίας δίκαιης. Στο λόγο και την πράξη των ζαπατίστας μπορεί μια τέτοια κριτική όμως να απελευθερώνει από την εκβιαστική προσαρμογή της δράσης των «από κάτω» σε ένα μοντέλο ιεραρχικό και υπεριστορικό. Η επίκληση της διαφοράς αντί να μετατρέπεται έτσι σε έναν ύμνο προς την κατανάλωση στο όνομα της επιβεβαίωσης της ατομικότητας, καθίσταται μέτρο και του χειραφετητικού οράματος αλλά και των μέσων για την προσέγγισή του. Αν η περιγραφή της απελευθερωμένης ανθρωπότητας είναι ένας κόσμος που χωρά πολλούς κόσμους, ο αγώνας προς αυτό το μέλλον θα είναι ένας αγώνας που χωρά πολλούς διαφορετικούς αγώνες.

Με την Έκτη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα, οι ζαπατίστας αναλαμβάνουν μια δημόσια ειρηνική πρωτοβουλία για την συνάντηση όλων των αντιστάσεων και αγώνων εναντίον της νεοφιλελεύθερης φρίκης. Η δική τους πρόταση για ένα «εθνικό πρόγραμμα αγώνα» θέλει να είναι μια «αριστερή εναλλακτική πρόταση» που θα οικοδομηθεί «από τα κάτω και για τους από κάτω». Θα τους ρωτήσουμε για τη ζωή τους, για τον αγώνα τους, για το τι σκέφτονται γι αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας και πώς θα καταφέρουμε να μην μας νικήσουν» αναφέρει χαρακτηριστικά η διακήρυξη επιβεβαιώνοντας την πολιτική ηθική των ζαπατίστας που αρνούνται το ρόλο της πρωτοπορίας ή της ηγεσίας ενός τέτοιου πολύμορφου κινήματος (Η έκτη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από την Καμπάνια «Ένα Σχολείο για την Τσιάπας» και την ομάδα ενημέρωσης America Latina το καλοκαίρι του 2005).

Το πρόσωπο μάσκα

Στην αινιγματική φράση «κρύψαμε τα πρόσωπά μας για να μας δείτε» συνοψίζεται η πολιτική των ζαπατίστας ως πολιτική υπεράσπισης και εμφάνισης αυτών που για τούτη την κοινωνία «δεν έχουν πρόσωπο». Στη θέση των αφανών που τους στερούν μαζί με την εμφάνισή τους και το ρόλο τους στην δημόσια ζωή, οι μασκοφόροι εξεγερμένοι συνειδητά κρύβουν το πρόσωπό τους. Όπως πολλοί έχουν ήδη επισημάνει, δεν αρκεί η ανάγκη της προστασίας από τους διώκτες τους, κρατικούς και παρακρατικούς για να εξηγήσει αυτήν την εμμονή των ζαπατίστας στην περίφημη pasamontanas, την μάσκα του σκι. Μάσκες δεν φορούσαν ο Ζαπάτα και οι σύντροφοί του, ούτε ο Τσε και οι δικοί του. Η χρήση της μάσκας, πέρα από την προφύλαξη των παράνομων αγωνιστών του EZLN και της ηγεσίας του, έχει αποκτήσει για τους ζαπατίστας μια συμβολική δύναμη απόλυτα συμβατή με την πολιτική τους ιδιαιτερότητα. Ο Μάρκος υποδεικνύει μια τέτοια συμβολική πρόθεση: «...Η μάσκα είναι ένα σύμβολο που δεν οικοδομείται βάσει σχεδιασμού, αλλά αποτελεί παράγωγο της πάλης...Κανείς δεν μας κοίταζε όταν είχαμε πρόσωπο ακάλυπτο, ενώ τώρα μας βλέπουν επειδή έχουμε πρόσωπο καλυμμένο» (συνέντευξη στον Μ.Β. Μονταλμπάν, Μονταλμπάν 2003:112).

Η ζαπατίστικη μάσκα δεν μεταμφιέζει, ούτε κρύβει. Ουσιαστικά εμβληματοποιεί την ενότητα των «από κάτω», όλων εκείνων που στις διαφορές τους είναι άνθρωποι καθημερινοί, συνηθισμένοι, δηλαδή εξεγερμένοι. Οι καταπιεσμένοι εκπέμπουν με την μάσκα που τους αποπροσωποποιεί τα αόρατα πρόσωπά τους. Εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας όχι σαν καθένας με τα χαρακτηριστικά του αλλά όλοι, διαφορετικοί και αόρατοι ταυτόχρονα, παρόντες σε αγώνες που τους δίνουν τη μόνη ταυτότητα που μπορεί να τους χωρέσει χωρίς να εξαφανίσει τις διαφορές τους, την ταυτότητα του εξεγερμένου. «Έχουμε όνομα εμείς οι ξεχασμένοι...Έχουμε ακόμα την ελπίδα πως, καθώς αποκτήσαμε όνομα, αυτά τα αδέρφια, εσείς, θα μας δώσουν αύριο και πρόσωπο». Με τούτα τα λόγια η Παράνομη Ιθαγενική Επαναστατική Επιτροπή - Γενική Διοίκηση (CCRI-CG) του EZLN απευθύνεται στα «αδέρφια», τους λαούς όλου του κόσμου (Marcos-EZLN 1996: 274).

Η αποπροσωποποίηση της μάσκας που δεν ομογενοποιεί αλλά γεννά τόπους συνάντησης έχει τελετουργική υπόσταση. Ο Μάρκος διαρκώς σαρκάζει εκείνους που αναρωτιούνται για την πραγματική του ταυτότητα λέγοντάς τους πως εκείνο που φοβάται είναι μήπως χάσει τη γοητεία του. Από κοκεταρία την φορά τη μάσκα του, λεει, και για να κρύψει και αυτός και οι σύντροφοί του κομαντάντες την ασχήμια τους. Στην σαρκαστική τούτη διάθεση σαν να αντιστρέφει την κυρίαρχη προσήλωση στην λατρεία του προσώπου. Σαν να γυρνά στον εαυτό της την δυτική τελετουργική ανάδειξη του προσώπου ως κέντρου της ατομικής ταυτότητας.

Πίσω από τα λόγια του Μάρκος ένας κόσμος με πολύ βαθιές ρίζες στο ιθαγενικό παρελθόν προικίζει με μαγική δύναμη τη μάσκα. Δεν είναι που οι ζαπατίστας υιοθέτησαν πανάρχαιες ιθαγενικές κοσμοαντιλήψεις και συμβολισμούς για να παρασύρουν τους ιθαγενείς στην υποστήριξη του κινήματος. Οι ίδιοι οι κάτοικοι των κοινοτήτων της Τσιάπας, αυτοί που στελεχώνουν την Παράνομη Επαναστατική Ιθαγενική Επιτροπή, την διοίκηση του EZLΝ και κάθε πτυχή του κινήματος των ζαπατίστας, έφεραν την κουλτούρα τους στο σταυροδρόμι της συνάντησης με τον δυτικό χειραφετητικό λόγο. Η δική τους συλλογική σοφία αντιστοιχούσε σε μια σχέση με τον κόσμο ανοικτή στην διαφορά, ανοικτή στην επίγνωση ότι οι ταυτότητες γεννιούνται στη σχέση με τους άλλους και συνοδεύουν άτομα και ομάδες στο μακρύ ταξίδι τους στον κόσμο, έκθετες σε μια διαρκή δοκιμασία.

Η κουλτούρα των ιθαγενών, εξόριστη από τους κατακτητές τόσο στις θρησκευτικές όσο και στις κοσμικές της εκδηλώσεις, αναγκάστηκε να κρυφτεί σε πρακτικές αφανείς που ύφαιναν όμως το νήμα της συλλογικής αντίστασης. Για τους ιθαγενείς απογόνους των κατακτημένων Μάγια καθένας και καθεμία έχουν έξω τους μια ισχυρή «ομοούσια» ψυχή που τους συνοδεύει. Αυτή η ψυχή αντιστοιχεί συνήθως σε ένα ζώο προς το οποίο κανείς εξαιτίας της απόλυτης συγγένειας μπορεί να μεταμορφωθεί κερδίζοντας τη δύναμη του και την υποστήριξή του (Gossen 1999:228 κ.π., και Taussig 1999:247). Η σχέση με την ψυχή-ζώο (nahual) είναι μια σχέση απόλυτα καθοριστική για την ταυτότητα και τούτη η σχέση μπορεί να μεσολαβεί τους δεσμούς που ενώνουν τα διαφορετικά άτομα της κοινότητας. Ο ναγουαλισμός είναι ουσιαστικά ένα σύστημα σχέσεων που ρυθμίζει την κοινωνική αναπαραγωγή και τον έλεγχο της κοινότητας, για τούτο μεσολάβησε και διατήρησε μυστικά τη συνοχή της τα χρόνια της σιωπηρής αντίστασης στους κατακτητές (Gossen ό.π.). Τούτοι οι κατακτητές δεν είχαν τη δύναμη να βλάψουν τις ιθαγενικές ταυτότητες, στο βαθμό που η γέννηση και η αναπαραγωγή τους συνέβαινε με τους όρους μιας πίστης που διαρκούσε αθέατη.

Το ενδιαφέρον είναι ότι τούτο το αναγκαίο συστατικό της ταυτότητας που βρίσκεται έξω από το άτομο, η ομοούσια ψυχή-ζώο, εγγράφει ουσιαστικά έναν προορισμό. Δεν πρόκειται όμως για μια μεταφυσική του προεγγεγραμμένου σκοπού που λειτουργεί κανονιστικά στη συμπεριφορά των ιθαγενών Μάγια, όσο για μια φροντίδα προσαρμογής στο έξω που συγκροτεί μαζί με τον εαυτό μια οντότητα, μια φροντίδα που παράγει διαρκώς μια συμπεριφορά σεμνή. Αντίθετα με την δυτικοκεντρική λατρεία του προσώπου, το πρόσωπο του ιθαγενούς είναι ένα πρόσωπο που δεν προβάλλεται δοξαστικά ως προσωπικότητα. Με προσοχή εκδηλώνει το πρόσωπο αυτόν και αυτήν που χαρακτηρίζει χωρίς να αποκαλύπτει τη μυστική του σχέση με εκείνο το έξω που το συγκροτεί.

Η κοινότητα έτσι βρίσκεται πάνω από τα άτομα όχι γιατί τα ομογενοποιεί, αλλά γιατί τους προσφέρει την ασφάλεια της διαφοράς τους, μιας διαφοράς μυστικής, μιας διαφοράς εύθραυστης καθώς είναι έκθετη σε δυνάμεις εξωτερικές, μιας διαφοράς που αρθρώνει προσωπικούς προορισμούς που χρειάζεται να τους βρίσκει κανείς χωρίς να τους παρουσιάζει σαν ανώτερους από εκείνους των διπλανών του. Εδώ βρίσκεται και η ρίζα της μετρημένης έκφρασης των ιθαγενών, η προσεκτική «αποπροσωποποίηση» τους στην δημόσια εκδήλωσή τους και αντίστοιχα η προφύλαξη των προεστών από την ύβρη μιας αυτοπροβαλλόμενης εξαίρεσης. Μπορούμε πράγματι να δούμε την μάσκα που αποπροσωποποιεί την ζαπατίστικη ηγεσία σαν κατευθείαν γέννημα μιας τέτοιας ιθαγενικής συγκρότησης της έννοιας του προσώπου. Έκθετοι στην κακόβουλη επέμβαση των εχθρών τους οι ηγέτες - ιθαγενείς χρειάζεται να αποβάλλουν κάθε προσωποποιητικό χαρακτηριστικό για να διοικούν υπακούοντας: όχι κορυφές αλλά μέσα μιας κοινότητας (Gossen 1999:261).

Η τελετουργική δύναμη της μάσκας που αποπροσωποποιεί, βρίσκεται βαθιά θαμμένη σε μια συλλογική στάση των ιθαγενών που μεσολαβούσε και τη σχέση τους με τους άλλους και τη σχέση τους με την κοινότητά τους. Στο βαθμό που τούτη η σχέση εξέφραζε την αντίσταση αλλά και μια πολιτική κουλτούρα που εμπόδιζε τη διάκριση ανάμεσα σε διοικούντες και διοικούμενους, μπόρεσε να βρει τις λαβές της σε ένα χειραφετητικό κοινοτιστικό όραμα. Οι διεφθαρμένοι «κασίκες», οι προεστοί που συνεργάζονταν με το κράτος ξεπουλώντας τα δικαιώματα των λαών τους, θεωρήθηκαν ένοχοι ακριβώς μιας τέτοιας ύβρης όπου το προσωπικό, ως προσωπικό συμφέρον, αντικαθιστούσε τον απρόσωπο ρόλο εκείνου που κυβερνά υπακούοντας.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτική της τελετουργικής δύναμης που φέρει η χρήση της μάσκας είναι η ίδια η πράξη της αποκάλυψης, της αφαίρεσής της. Σε μια προσπάθεια το επίσημο μεξικανικό κράτος να κάμψει το κίνημα και να πλήξει την αίγλη, τοπική και διεθνή, της ηγεσίας του, παρουσίασε φωτογραφίες που θεώρησε ότι αποκαλύπτουν την ταυτότητα του Μάρκος. Χωρίς τη μάσκα του οι μυθικός Sup δεν ήταν παρά ο γιος ενός ταπεινού εμπόρου επίπλων. Πόση εμπιστοσύνη έδειχνε το κράτος στην αποτελεσματικότητα που θα είχε η αποκάλυψη και επομένως απομυθοποίηση του «ηγέτη» των εξεγερμένων! Δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από εκείνη τη μέρα του 1995 όταν ξέσπασαν ένα σωρό διαδηλώσεις στο Μεξικό και την Τσιάπας: χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους φώναζαν «Είμαστε όλοι Μάρκος». Κανέναν δεν αφορούσε το ποιο ήταν το πρόσωπο πίσω από τη μάσκα παρά μόνον εκείνους που ήθελαν να συντρίψουν το κίνημα που εκπροσωπούσε. Όπως και ο ίδιος ο Μάρκος δήλωσε «Εκείνο που είναι το θέμα είναι τι είναι ο Υποδιοικητής Μάρκος και όχι το ποιός ήταν» (Mertes 2004:15). Η εικόνα στην οποία συνοψίζει ο ίδιος την παρουσία του είναι η εικόνα ενός μεσολαβητή. «Ο Μάρκος με την ιδιότητα του διαμεσολαβητή, του μεταφραστή, είναι ένα παράθυρο που σου επιτρέπει να σκύψεις να δεις τον εσωτερικό κόσμο ή να κοιτάξεις από μέσα προς τα έξω τον εξωτερικό. Μόνο που τα τζάμια είναι βρόμικα...Οι άνθρωποι βλέπουν την εικόνα τους στο παράθυρο κι εκεί ο Μάρκος μεταμορφώνεται σε σύμβολο, γίνεται αυτό που οι άνθρωποι επιθυμούν να βλέπουν» (Le Bot 1998:190).

Η αποκαθήλωση της μάσκας δεν εμφανίζει ένα πρόσωπο όπως θα πίστευαν οι κυρίαρχοι. Πίσω από την μάσκα υπάρχει το κενό, ένα άνοιγμα για να δουν οι εξεγερμένοι τον εαυτό τους. Η μάσκα δείχνει το συλλογικό πολύμορφο πρόσωπο των από κάτω. Η μάσκα ως άρνηση του προσώπου αποκτά έτσι μια δύναμη πολλαπλασιαστική. Η μεταμόρφωση των εξεγερμένων εξαρτάται από τη δύναμή τους να κερδίσουν τα πρόσωπα που οι κυρίαρχοι τους στερούσαν. Πρόσωπα όχι καθρέφτες ενός αυθεντικού εσωτερικού, όπως το θέλει η δυτική μυθολογία του προσώπου-καθρέφτη της ψυχής, αλλά πρόσωπα καθρέφτες του έξω, πρόσωπα που γεννιούνται στη διασταύρωση της ναγουαλικής πίστης στην επιρροή ενός εξωσωματικού ομοούσιου όντος με την πίστη σε έναν πολύμορφο δίκαιο κόσμο, τόπο συνάντησης χειραφετούμενων ιδιαιτεροτήτων.

Η αποκάλυψη πρόσφερε μιαν αναπάντεχη σκηνή στην θεατρικότητα μιας κινηματικής πολιτικής που επιχειρεί να ξεθεμελιώσει την ουσιοκρατική προκατάληψη με την οποία η σύγχρονη κοινωνία έχει δεσμεύσει το φαντασιακό πολλών από εκείνους που στράφηκαν εναντίον της. «Ο χειρισμός των συμβόλων συλλογικά τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πλευρά συνεπάγεται μια θεατρική αναπαράσταση» λεει ο Μάρκος (Μονταλμπάν ό.π. 133). Στην σκηνή της αποκάλυψης απρόσμενος σκηνοθέτης ήταν ο ίδιος ο αποκαλυπτόμενος. Το κράτος είναι που αποκαλύφθηκε στην χειρονομία του, αποδεικνύοντας ότι οι «χωρίς πρόσωπο» βρίσκονταν πίσω από μια συλλογική μάσκα και όχι ένας συγκεκριμένος μεξικανός συνωμότης.

Την θεατρικότητα της μάσκας αποκαλύπτει σε μια αλληγορία πάλι ο Μάρκος. Σκηνή της η Εθνική Δημοκρατική Συνάντηση που οργάνωσαν τον Αύγουστο του 1994 οι Ζαπατίστας, στη Ζούγκλα Λακαντόνα στην περιοχή που ελέγχουν: «Όταν είναι μόνοι τους ο Sup δίνει το σήμα. Όλοι συμπεριλαμβανομένου και του Sup σκίζουν τις μάσκες και τα πρόσωπά τους. Ένα πλήθος αγριεμένοι πειρατές εμφανίζονται, ο Sup έχει ένα μαύρο σκέπαστρο στο δεξί του μάτι και αρχίζει να κουτσαίνει επιδεικτικά με το ξύλινο πόδι του». Το αντίστοιχο ανακοινωθέν το υπογράφει ως «Πειρατής χωρίς στήριγμα, επαγγελματίας της ελπίδας, παραβάτης της αδικίας...άνθρωπος χωρίς πρόσωπο και χωρίς μέλλον» (όπως το παραθέτει ο Taussig 1999:256-7).

Το πρόσωπο που σκίζεται μαζί με τη μάσκα είναι ένα πρόσωπο-μέσο, ένα πέρασμα που δείχνει το δρόμο, ένας προορισμός αβέβαιος. Η θεατρικότητα της αποκάλυψης είναι μια θεατρικότητα που αποδεικνύει ότι το αποκαλυπτόμενο είναι αλλού. Η ουσία της αποπροσωποίησης μέσω της μάσκας εμφανίζεται τη στιγμή της αποκάλυψης που αντί να ταυτοποιεί αθροίζει διαφορές (πρβλ. Taussig 1999:263). Η μάσκα δεν έκρυβε μια ταυτότητα αλλά αντίθετα φανέρωνε μια συλλογική αναφορά πολλών και διαφορετικών. Η μάσκα έδειχνε πέρα από το πρόσωπο φορέα της. Σημάδευε την ανάδειξη των προσώπων όλων αυτών που διεκδικούν την χειραφέτηση τους από την κοινωνία που πασχίζει να ταυτοποιεί, να ελέγχει ταξινομώντας, να ορίζει.

Η αποκάλυψη γεννά μια ανακάλυψη. Γι' αυτό και η μάσκα παραμένει ενεργή ως σύμβολο και μετά την συμβολική της αφαίρεση. Ανα-κάλυψη; Ή μήπως μεταμφίεση που δεν δείχνει παρά τον δρόμο προς τη γέννηση ενός νέου κόσμου; Αντίθετα με την επίκληση της ταυτότητας των καταπιεσμένων, ταπεινή ή και ασήμαντη όσο η ταυτότητα ενός γιου πωλητή επίπλων, εδώ πρόκειται για την γέννηση της ταυτότητας των εξεγερμένων, ταπεινή αλλά και απεριόριστη σε πλούτο. Η μάσκα δυνητικοποιεί την ταυτότητα, δεν την κρύβει, γιατί πίσω της δεν υπάρχει ένα πρόσωπο που αναπαριστά μια ταυτότητα αλλά πολλά πρόσωπα που γεννούν ταυτότητες.

Στον αντίποδα της μάσκας που αποπροσωποποιεί για να δείξει τους χωρίς πρόσωπο καθώς μεταμφιέζονται σε πειρατές εξεγερμένους, είναι τα προσωπεία που φορά το κράτος. Το 1998, μετά από μια μεγάλη περίοδο σιωπής των ζαπατίστας, στο κείμενο «Πάνω και κάτω: προσωπεία και σιωπές», οι κρατούντες εμφανίζονται με τα προσωπεία που κρύβουν την ωμότητα της πολιτικής τους πίσω από παραπλανητικές μεταμφιέσεις. Η πολιτική ζωή του έθνους «έχει μεταβληθεί, σε άστατη μασκαράτα» (Μονταλμπάν, ό.π. 29). «Ο κυριότερος πωλητής της εθνικής κυριαρχίας» φορώντας «το προσωπείο του σωβινισμού» βάλθηκε να κυνηγά τους ξένους, λεει ο Μάρκος περιγράφοντας τον πρόεδρο της χώρας. Το «προσωπείο της μακροοικονομίας κρύβει το πρόσωπο μιας οικονομίας που καθιστά φτωχότερους τους ήδη φτωχούς...»(ό.π.).

Το κράτος και το προσωπικό του, αυτοί που τα πρόσωπά τους φαντάζουν στις ειδήσεις, φορούν προσωπεία, μάσκες που τους παρουσιάζουν ως πρόσωπα. Οι μεταμφιέσεις του κράτους παραπλανούν, επιχειρούν να ξεγελάσουν τους κυριαρχούμενους. Οι καθρέφτες της εξουσίας παραμορφωτικοί, σκηνοθετούν προσωπικότητες που λένε πως νοιάζονται για το λαό. Στον αντίποδα της προσωποποιητικής μάσκας των εξεγερμένων που δείχνει, και αποκαλύπτει τα προσωπεία των κυρίαρχων κρύβουν κυριολεκτικά. Και όταν τη βιτρίνα του κράτους καταλαμβάνουν οι γραφειοκράτες πολιτικοί, τα δικά τους πρόσωπα παγώνουν στο ίδιο ομογενοποιητικό προσωπείο. Όταν οι διαπραγματευτές από τη μεριά της κυβέρνησης αρνήθηκαν αρχικά να μιλήσουν με μασκοφόρους, οι ζαπατίστας τους απάντησαν: μα το κράτος είναι που φορά τη μάσκα πάντα (Taussig ό.π. 234). «Η κουλτούρα της αντίστασης αποτελεί μια απάντηση στη συνωμοσία των προσωπείων» λεει ο Μονταλμπάν σχολιάζοντας το κείμενο αυτό. «Σιωπηλά τούτοι οι ιθαγενείς βλέπουν και βλέπονται» συνεχίζει το κείμενο. «Σιωπηλά αποτελειώνουν την καινούργια και παράλογη αυτή κιβωτό που Νώε. Στο ακρόπρωρο γυαλίζει μια κουκούλα! Ναι, μια κουκούλα, το προσωπείο που αποκαλύπτει η σιωπή που μιλά» (Μονταλμπάν ό.π. 36). Να που η μάσκα της απρόσωπης εμφάνισης, η μάσκα της «τελετουργικής εξομοίωσης» των εξεγερμένων μπορεί να γίνει το νέο πρόσωπο που εμφανίζει, που κάνει να υπάρξουν οι νέες ταυτότητες των από κάτω.

Το οποιοδήποτε πρόσωπο

«Το πρόσωπο» λέει ο Agamben, «είναι ο μοναδικός τόπος της κοινότητας, η μοναδική δυνατή πόλη» (Agamben 2002:12). Ο μύθος του δυτικοκεντρικού κυρίαρχου πολιτισμού θέλει το πρόσωπο προπύργιο της υποκειμενικότητας. Σε έναν κόσμο που εξατομικευμένα πεπρωμένα οδηγούν τους πολλούς στη συντριβή και τους πολύ λίγους στην απόκτηση δύναμης και πλούτου, το πρόσωπο εμφανίζεται σαν το έμβλημα μιας υπόσχεσης. Γίνε αυτό που είσαι λεει μια διαφήμιση, «γίνε εσύ», δηλαδή όπως θα σε θέλαμε για να αγοράσεις αυτό που μας συμφέρει. Στον παραλογισμό μιας προσωποποίησης που τυποποιεί, στην ψευδαίσθηση της κατοχής προσωπικών και ιδιαιτεροποιητικών χαρακτηριστικών που καλύπτει την υποκειμενοποίηση ως παραγωγική διάσταση της εξουσίας, το πρόσωπο παραμένει το πιο φανερό σημείο μιας ατομικής ταυτότητας.

Οι ζαπατίστας με την πολιτική μαγεία των εξεγερμένων ιθαγενών έδειξαν ότι το πρόσωπο μπορεί να είναι το έμβλημα μιας συλλογικής αντίστασης που δίνει τόπο στη διαφορά. Με τούτη την έννοια μπορούμε να προκαλέσουμε μια εκρηκτική συνάντηση της πολιτικής τους κουλτούρας με την ανήσυχη και στρατευμένη σκέψη του Agamben. Για τη δική του προβληματική, ο τόπος του πολιτικού είναι ο τόπος της έκθεσης. Όχι όμως της έκθεσης που θέλει διάσημους άνδρες να εμφανίζουν μέσα σε δημόσιες πράξεις προσωπικότητες παραδειγματικές (πρβλ. Arendt 1986:280-281). Η «οποιαδήποτε μοναδικότητα» για την οποία μιλά ο Agamben είναι τούτη η νέα φιγούρα του πολιτικού που αντιπροσωπεύει την προοπτική μιας «επερχόμενης κοινότητας» (Agamben 1993) Η χειραφετητική της υπόσταση θα έγκειται στο ότι σε τούτη δρουν και συναντώνται άτομα που η διαφορά τους δεν τα προσωποποιεί ως άτομα με την έννοια της κυρίαρχης κουλτούρας ούτε τα ανάγει στην ομογενοποιητική ανωνυμία μιας κοινότητας που δεν ανέχεται διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες. Ο Agamben μας ζητά σε έναν κόσμο που δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε να ψάχνουμε «κατάλληλες ταυτότητες», όταν η ατομικότητα είναι ήδη χωρίς περιεχόμενο, να φανταστούμε μια «μοναδικότητα χωρίς ταυτότητα». Λεει: «Αν οι άνθρωποι μπορούσαν να μην είναι-"έτσι" σε αυτήν ή την άλλη συγκεκριμένη βιογραφία αλλά να είναι μόνο τούτο το "έτσι", η μοναδική τους εξωτερικότητα και το πρόσωπό τους, τότε θα εισέρχονταν για πρώτη φορά σε μια κοινότητα χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς υπηκόους, σε μια επικοινωνία χωρίς αυτό που δεν επικοινωνείται» (Agamben 1993:65).

Δεν είναι σίγουρο ότι η επερχόμενη κοινότητα θα χαρακτηρίζεται από το γεγονός του ανήκειν χωρίς την αναγωγή του σε κάποιες προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν τα μέλη της. Η αντίσταση στην ουσιοποιητική ταυτοποίηση των κοινωνικών ατόμων δεν πρέπει να χάνει από μπροστά της την ιστορικότητα κάθε αγώνα εναντίον των ταυτοτήτων εντός των οποίων οι κυρίαρχοι θέλουν να εγκλωβίζουν τους κυριαρχούμενους. Οι πολιτικές των εξεγερμένων μόνο μπορούν να γεννήσουν τους διαφορετικούς δρόμους που ο σχηματισμός συλλογικών ταυτοτήτων θα πάρει, έξω από τις προδιαγραφές της κάθε φορά εξουσίας.

Στην πολυμέτωπη αναμέτρησή τους με την παγκοσμιοποιημένη κεφαλαιοκρατική κυριαρχία, με τον «κόσμο του χρήματος» όπως τον λένε οι ίδιοι, οι ζαπατίστας ίσως ιχνογραφούν το προφίλ της επερχόμενης κοινότητας. Μέσα από την πλούσια εμπειρία των εξεγερμένων κοινοτήτων, συγκρότησαν ένα σχήμα για την αυτονομία που δεν πέφτει στην παγίδα της οριοθέτησης ενός εντός και ενός εκτός. Μιας συλλογικής ταυτότητας οχυρωμένης σε μια χωρική και πολιτική περίμετρο.

Οι Αυτόνομοι Εξεγερμένοι Δήμοι γεννήθηκαν υλοποιώντας στην πράξη την «υπεράσπιση και την προστασία των ιθαγενικών εδαφών, του πολιτισμού, των δικαιωμάτων και του φυσικού πλούτου των ιθαγενών λαών» (Σήματα Καπνού, 12/2002:16-17). Η οργάνωσή τους στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία και τη συμμετοχή όλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι γυναίκες, αντίθετα με την παράδοση των κοινοτήτων, αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στα αυτόνομα συμβούλια και με δική τους πρωτοβουλία διαμορφώνεται ένα δίκαιο που βασίζεται στην ισοτιμία των φύλων. Πρόπλασμα ίσως μιας επερχόμενης κοινότητας που στηρίζεται στην αξία του καθενός και της καθεμιάς, οι Αυτόνομοι Εξεγερμένοι Δήμοι εμποδίζουν από τη σύστασή τους τη δημιουργία μόνιμων πόλων εξουσίας. Οι αρχές είναι αιρετές και ανακλητές. Οι αποφάσεις παίρνονται κατά το δυνατόν ομόφωνα χωρίς να εκβιάζονται επιλογές για τις οποίες δεν είναι όλοι έτοιμοι. Και οι μειοψηφίες, όποτε προκύπτουν, αντιμετωπίζονται με σεβασμό.

Το 2003 μορφοποιείται ένα νέο αυτοδιοικητικό σχήμα στις αυτόνομες περιοχές και συγκροτούνται τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης. Μέλη τους προέρχονται από τους αντίστοιχους Αυτόνομους Δήμους των περιοχών που έχουν τα δικά τους κέντρα , τα Caracoles (Σήματα Καπνού, 18/2003:16-20). Τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης όχι μόνο «διοικούν υπακούοντας» αλλά και οι αντιπρόσωποι των Δήμων αλλάζουν συχνά (σε κάποιες περιπτώσεις κάθε 15 μέρες) έτσι ώστε ο λαός να εκπαιδεύεται στη διοίκηση που οφείλει να υπηρετεί την εξεγερμένη κοινότητα. Η οργάνωση της παραγωγής, της αυτόνομης εκπαίδευσης, των υπηρεσιών υγείας ή της αυτόνομης δικαιοσύνης στηρίζεται στην συμμετοχή και την ιδιαιτερότητα κάθε περιοχής. Αντί να εκπονηθεί ένα ενιαίο σχέδιο διοίκησης, εκείνο που υποβάλλεται είναι ένα πλέγμα αρχών που διαπερνούν την ζαπατιστική ηθική της εξέγερσης. Γεννιέται έτσι ένα πολύμορφο μωσαϊκό από πρακτικές πού όλες τους συγκλίνουν στην υπεράσπιση της αξιοπρέπειας όλων και καθενός και καθεμιάς ξεχωριστά. Η δική τους εκδοχή για την μοναδικότητα καθενός και καθεμιάς θέλει την αυτονομία μια συλλογική εμπειρία όπου οι καταπιεσμένοι φτιάχνουν τους δικούς τους δεσμούς αλληλεγγύης. Και αν σε όλες τις διακηρύξεις και δράσεις των εξεγερμένων στόχος αναδεικνύεται η υπεράσπιση της ατομικής και συλλογικής αξιοπρέπειας, είναι γιατί κάθε στιγμή του αγώνα εξαρτάται από όλους και όλες, ισότιμους και αλληλέγγυους. «Στον κόσμο των ισχυρών δεν χωράνε παρά μόνο οι μεγάλοι και οι υπηρέτες τους. Στον κόσμο που θέλουμε εμείς χωράνε όλοι»(Marcos-EZLN 1996:363). Έτσι: «Δεν χρειάζεται να κατακτήσουμε τον κόσμο. Αρκεί να τον φτιάξουμε από την αρχή. Εμείς. Σήμερα.» (ό.π. 368).